Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Χωρίς Τίτλο (Αφιερωμένο)

Υπό κανονικές συνθήκες θα νόμιζα πως είχα παρακούσει...
Το μπαρ ήταν έτσι κι αλλιώς το κατάλληλο σημείο για να συμβεί κάτι τέτοιο...
Μουντό, ήσυχο, με χαμηλό φωτισμό και λίγο κόσμο...
Συμβαίνει, στην τελική, αρκετές φορές να νομίζουμε πως ακούσαμε ή είδαμε κάτι φευγαλέα… όχι όμως αυτή τη φορά… 
Αυτό που έγινε ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν για να αρχίσω να χάνω τον έλεγχο μου και, γι ακόμα μια φορά, ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν ως τις άκρες και άρχισα ξανά να νιώθω αδύναμος, μικρός, χαμένος σε ένα τεράστιο, μαύρο μέρος… 

Ο εσωτερικός φόβος που παράχθηκε απ αυτό το "παράκουσμα" ήταν η κινητήρια δύναμη που, συνειρμικά, έσπρωξε την πρώτη σκέψη να κάνει την αρχή! 
Όπως κάθε φορά, μέσα από την ησυχία και την καθορισμένη ροή της λογικής μου κάποια πετάγεται έξω από τη γραμμή, μακριά από τις άλλες που στοιχίζονται μια-μια βουβά και ακολουθούν πάντα το ίδιο μονοπάτι. Και αρχίζει να χορεύει ενώ πετάγεται από τη μια γωνιά του μυαλού μου στην άλλη, προσκαλώντας και τις άλλες να την ακολουθήσουν, σπάζοντας την σειρά, χαλώντας την ηρεμία… 
Οι υπόλοιπες δεν άργησαν να ακολουθήσουν, μιας και είδαν ότι η μια με έκανε να χάσω τον έλεγχο που είχα πάνω τους, και όλες άρχισαν πάλι ξέφρενα τον άγριο χορό τους μες στο μυαλό μου. Η μια να διαδέχεται την άλλη τόσο ρυθμικά που πραγματικά μερικές φορές μπορούσα να διαβάσω τη χορογραφία, ενώ ενωνόντουσαν συνέχεια κι άλλες στον χορό, και μεγάλωνε όλο και πιο πολύ μέχρι που φάνταζε ένα ατελείωτο κυνηγητό!
Αισθανόμουν το μυαλό μου να είναι μια μηχανή, που κάποιος βάζει μέσα της τυχαία κομμάτια σκέψεων και αυτή τα προβάλει μπροστά μου, κομμάτια  που όμως πριν μπουν στη μηχανή είχαν τόσο μα τόσο μεγάλη σχέση. Μα κάθε φορά που προσπαθούσα να κατανοήσω τις εικόνες που πρόβαλε η μηχανή, μου φάνταζαν άσχετες μεταξύ τους, σαν μια άτεχνη παρτιτούρα, ένα περίεργο παζλ, ένα αδιέξοδο…
Ακόμη και όταν κατάφερνα να ακολουθήσω για λίγο τον αέναο χορό τους, πάντα κατέληγα να κάθομαι στην άκρη και να παρακολουθώ αποχαυνωμένος καθώς εκατομμύρια χοροί εξελίσσονταν μπροστά μου, μη μπορώντας να αντιληφθώ από ποιο βήμα ξεκίνησαν ή σε ποιο θα τελειώσουν. Το θάρρος που είχα πριν για τον εαυτό μου, ότι μπορώ να τα καταφέρω, ότι δεν θα το αφήσω να ξαναγίνει, είχε χαθεί με μιας και καθώς ο πανικός προσπαθούσε να με κυριεύσει έβλεπα πως το κατάφερνε μία χαρά.

Ο φόβος, καθώς μετατρέπονταν σε μια απ τις ατέλειωτες εικόνες του μυαλού μου, έμοιαζε με εμένα. Λες και χύθηκε η σκιά μου, μέσα από τον βρόμικο καθρέφτη που είχε πίσω του ο μπάρμαν με το βαριεστημένο ύφος, γέμισε το δωμάτιο και άρχισε να με καταπίνει σιγά-σιγά. 
Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ! Ότι πάντα αυτό που φοβόμουν, που θα φοβάμαι και που θα έπρεπε να φοβάμαι δεν είναι τίποτα άλλο από εμένα… τίποτα άλλο από αυτή τη, λιγότερο από κλάσμα, χρονική στιγμή που θα διαρκέσει μέχρι να καταρρεύσει όλη η σιγουριά της σκέψης μου, και να αρχίσει ξανά αυτό το ξέφρενο πανηγύρι που με κάνει κάθε φορά να νιώθω τόσο χαμένος και ξένος μέσα  του. Ενώ ταυτόχρονα όλα να μοιάζουν τόσο οικεία και γνώριμα μέσα σ αυτό… από τη στιγμή αυτή που πάλι θα παγιδευτώ μέσα σε ένα όνειρο από το οποίο δεν θα μπορώ να ξυπνήσω, γιατί δεν κοιμήθηκα ποτέ για να το δω…