Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

For your Consideration 2.0

Το παρακάτω κείμενο, πιθανώς να παρατηρήσετε πως, ξεφεύγει απ' την κλασσική ροή κειμένων που συναντώνται σε αυτό το blog, μιας και είναι μέρος (και ταυτόχρονα η συμμετοχή μου) μιας προσεχούς έκθεσης που θα γίνει στην Ξάνθη, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, και η οποία θα είναι αφιερωμένη στον αρχαίο θεό Μίθρα όπως και στην χαμένη θρησκεία του Μιθραϊσμού.

Η έκθεση διοργανώνεται εξ' ολοκλήρου απ τους φοιτητές των Καλών Τεχνών Φλώρινας και Θεσσαλονίκης όπως και από τους φοιτητές της σχολής Πλαστικών Τεχνών Ιωαννίνων, και το θεωρώ μεγάλη τιμή και χαρά μου που είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω και γω σ αυτή την τόσο καινοτόμα ιδέα.

Οπότε, όπως έχω ξαναπεί και για άλλα posts, αν κάποιος τύχει να διαβάσει αυτό το κείμενο και έχει κάποιο συγκεκριμένο σχόλιο οποιασδήποτε φύσης, είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτος να πει τη γνώμη του και να το κρίνει (όπως και τα υπόλοιπα κείμενα, απλά είναι επιτακτικότερη η ανάγκη στο παρόν).

Καλή μας συνέχεια.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Οδοιπόρος

Αν ποτέ ψάξεις για τη λεπτή αυτή γραμμή που χωρίζει το Χάος απ’ την Τάξη, εκεί θα με βρεις.
Θα με συναντήσεις στ’ αστρικά μονοπάτια μεταξύ ουρανού και γης, να διαφεντεύω με τη ματιά μου τ’ αστέρια και τους πλανήτες – τόσο μύρια στον αριθμό τους, ή άλλοτε με καλοσύνη να κοιτώ προς τις ψυχές των ανθρώπων. Θα με αντικρίσεις βαθιά μέσα στη γη, στα έγκατα σπηλαίων, ν απαγγέλω σιωπηλά τους ύμνους στον πατέρα μου, τον Ένα και μοναδικό, διαβάζοντας μέσα από μισοκαμμένα βιβλία. Ελπίζοντας πως όταν έρθει τελικά η ώρα για την Ύστατη στιγμή, θα φανεί γενναίος απέναντι στο Ψέμα.
Γεννημένος από προφήτη, δίχως να γνωρίζω μάνα, προφήτης είμαι και γω, περιπλανώμενος στον κόσμο, επιφορτισμένος για πάντα με το βάρος της εποπτείας του. Με το στίγμα του αμνού στην πλάτη περιμένω τους δέκα χιλιάδες χειμώνες. Κι όταν οι άνθρωποι θα έχουν γίνει φαύλοι, το φωτοστέφανό μου θα λάμψει ξανά, για τις τρείς τελευταίες μέρες.
Εδώ και αιώνες περπατάω, οδοιπόρος ενός κόσμου που συνεχώς αλλάζει, μεταβάλλεται και όπως η φωτιά απ την οποία γεννήθηκε, έτσι κι αυτός μένει ασταθής και ασυνεχής. Τα βήματα μου είναι πολλά, και πλέον δε μπορώ να θυμηθώ από πού ξεκίνησαν, στη γλώσσα μου όμως θα χω για πάντα την αλμύρα του αλατιού της Μεσογείου.
Στην άμμο της Συρίας σβήστηκαν απ’ τον αέρα τα βήματά μου, δύο ολόκληρους αιώνες πριν περπατήσει στα χνάρια μου ο Χριστός. Για πέντε ακόμα αιώνες περιπλανήθηκα στο μονοπάτι που χαράξανε οι προκάτοχοί μου, μ ένα σχοινί δεμένο γύρω από το στήθος. Το δρόμο μου μπορεί εδώ και χρόνια να χω χάσει, όμως το δρόμο που ακολούθησα – το δρόμο του πατέρα μου – ποτέ δε θα ξεχάσω.
Έχοντας την καταγωγή του στο αρχαίο πια Ιράν, χιλιάδων χρόνων πλέον, σε τρείς – ή τέσσερεις – ηπείρους ταξίδεψε, έφτασε μέχρι και την Κίνα. Για κείνον έγραψε ο Ηρόδοτος, αυτόν φοβόντουσαν οι Πέρσες, για κείνον έπεσε ένας βασιλιάς κι ένας λαός ολάκερος άλλαξε μια για πάντα δρόμο. Με τους Ινδούς παντρεύτηκε και ήτανε ο πρώτος, που κόσμο πολύ μάζεψε και ένωσε μια για πάντα. Κι όμως, απ τις τρανές αυτές πολλές αυτοκρατορίες, που όλες Τον γνωρίσανε και όλες εναγκαλίσαν, ήταν οι πειρατές χρόνια μετά, που φίλιωσαν πρώτοι μαζί μου.
Κατατρεγμένος συνεχώς, διωγμένος και κυνηγημένος, από ψευδούς προφήτες που τον λόγο μου τον πήραν για δικό τους, μόνο μ’ όσους φεραν’ σπαθιά βρήκα εν τέλει ηρεμία. Και τελικά αυτοί που μ’ άλας πληρωνόταν και βλέπανε τον άνθρωπο γι αυτό που πράγματι ήταν, καθώς πάντα τον έβλεπαν πια στα χειρότερά του, εκείνοι  ήταν οι άνθρωποι που με καταδεχτήκαν. Γιατί θυμίζοντας του Ηράκλειτου τ’ αρχαία, σοφά λόγια «Ο κόσμος από πόλεμο γεννήθηκε μια νύχτα, γι αυτό και μόνο μαχητής μπορεί να τον γνωρίζει, γι αυτό που είναι πράγματι στη φύση του, στο αίμα.»
Απ’ την ανατολή ξεκίνησα, κατέκτησα τη Ρώμη, όμως στους δούλους έγινε, διάσημο τ’ όνομά μου. Μυώντας τους στον δρόμο μου, τους σκότωνα τη νύχτα, τη μέρα τους ανάσταινα, όλους εξαγνισμένους. Το σώμα μου και το αίμα μου, να φάνε και να πιούνε, για να συντηρηθούν κι αυτοί και να χουν σωτηρία, όπως όσοι γευόντουσαν αυτό που εγώ είχα χύσει.
Και πλέον σαν πεθάνουνε, κι ανέβουνε στους πύργους, προπύργια στον παράδεισο, θα δουν να ναι χτισμένα.
Πάντα ήμουν πράος και ταπεινός, αυτό ζήταγα απ τους άλλους. Ποτέ μην μένουν μοναχοί, μόνο μ αυτό τον τρόπο, μέσα από πράξεις ηθικές, στο τέλος θα βοηθήσουν. Εγγυούμαι εγώ στον λόγο μου, συμβόλαιο πια κλεισμένο.
Τον ήλιο λέν’ πως έφερα, μα εγώ κοιτώ τα αστέρια, βιβλία για μένα γράφτηκαν, μα εγώ μόνο μιλούσα. Οι ρίζες μου πηγαίνουνε βαθιά μέσα στη γη, από την εποχή που μύθος με τη μέρα ήταν ένα. Εφτά σκαλιά έχω ν’ ανεβώ, μέχρι την γέννησή μου, μέσα σε μυστικές στοές και σε κρυφά υπόγεια.
Μπορεί ο χιτώνας που φορώ να είναι πια φθαρμένος, μιας και το δέρμα επάνω μου του ταύρου έχει παλιώσει, μα φέρω πια καράφα με νερό με το δεξί μου χέρι, έχοντας πάντα ένα κερί στ’ αριστερό αναμμένο.
Ταξίδια είδα πια πολλά, κι ονόματα μυριάδες: Ήλιος, Σωτήρας, Αγαθοεργός, Συμβόλαιο, Διαθήκη, Πνεύμα Ζωντανό, Υπερασπιστής και Φύλακας της Τάξης.

Μίθρα με ονομάζουνε, του μέγα Ζωροάστρη, σαν οδοιπόρος έρχομαι και σαν σηματοδότης, της αναγέννησης ζωής και των ψυχών που φεύγουν.