Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Usagi

Σαν δάκρυ τρέχει,
Ένα με τον αχνό πια
Άσπιλο χρώμα

Το δάσος με τις κερασιές ήτανε πάντα το αγαπημένο μου. Κάθε φορά που πλησίαζε η άνοιξη, θυμάμαι, συνήθιζε να με προσκαλεί ο πατέρας μου στους προσωπικούς  του – συνήθως μοναχικούς – περιπάτους καθώς επιθεωρούσε το κομμάτι του κήπου μας που έβγαζε στο μονοπάτι για το δάσος. Ήταν πάντα πολύ αυστηρός και απόμακρος από μας, όμως κάθε φορά που ερχόταν αυτή η εποχή που το δάσος πλημμύριζε απ αυτό το υπέροχο – σχεδόν αφύσικο – ρόζ χρώμα, πίστευα πως μαλάκωνε λίγο.
Στους περιπάτους μας προχωρούσε πάντα μπροστά, στητά και αγέρωχα, αλλά με μια πολύ μυστηριώδη χάρη στο βάδισμά του. Σε αντίθεση με μένα που συνεχώς βιαζόμουν και πήγαινα απ τη μια μεριά στην άλλη κυνηγώντας πεταλούδες των θάμνων, εκείνος φαινόταν λες και ήδη είχε φτάσει στον προορισμό του. Συνήθως οι περίπατοι αυτοί ήταν σιωπηλοί – με εξαίρεση μερικές προσταγές για να με επαναφέρει στην τάξη όταν το παράκανα – αλλά καθώς γερνούσε άρχισε να τους δίνει ένα διαφορετικό χρώμα.
Μου μιλούσε για τις διδαχές του Τάο και για το πώς όλοι μας είμαστε κομμάτια του ίδιου συνόλου. Για το πώς το όν και το μη-όν απαρτίζουν τα πάντα και δίνουν ύλη και χρησιμότητα στον κόσμο μας. Για το πώς θα πρέπει να σταματήσουμε να ακολουθούμε την ψεύτικη εγωιστική μας φύση και να αφήσουμε την πραγματική φύση να κυλίσει μέσα μας. Σαν το νερό…
Ακόμα περισσότερο όμως μου άρεσε το δάσος κατά τον ερχομό του χειμώνα. Όταν οι κερασιές γδύνονταν με προσοχή, λες και ήθελαν να φτιάξουν ένα προστατευτικό στρώμα για τη γη απ το φόρεμά τους, έτσι ώστε να παραμείνει ζωντανή κατά τη διάρκεια των σκληρών μηνών που θα επακολουθούσαν. Τουλάχιστον έτσι μου άρεσε να πιστεύω.
Έναν τέτοιο χειμώνα τα πόδια μου με οδήγησαν πάλι, καιρό μετά, μέσα σ αυτό δάσος – ψάχνοντας ίσως, άθελά μου, απ’ τα δέντρα, την ίδια προστασία που πρόσφεραν τόσο καιρό στη γη. Καθώς το σώμα μου με αφήνει και συναντώ το φρέσκο, απάτητο χιόνι, παρατηρώ πως δε νιώθω πόνο. Αισθάνομαι όμως τα μάτια μου να προσπαθούν να κλείσουν, προσκαλώντας με σ έναν γλυκό, αιώνιο ύπνο. Προσπαθώ να παραμείνω σε εγρήγορση…
Μια αλαβάστρινη μάσκα επάνω στο χιόνι να χάνεται αργά στην πάροδο του χρόνου, με ένα ζευγάρι κόκκινα χείλια να ναι πια η μόνη απόδειξη πως δεν ανήκει εκεί, μαζί με το αιμάτινο ρυάκι που στάζει όλο και πιο αργά από κείνα. Καθώς η όρασή μου θολώνει κι άλλο το τελευταίο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι ένα μικρό κουνέλι που έχει έρθει κοντά για να με μυρίσει. Αστείο μου φαίνεται… Τόσα χρόνια έτρεχα ξωπίσω του προσπαθώντας να το φτάσω, κι εκείνο πάντοτε χανόταν, και τώρα λίγο πριν χαθώ εγώ ήρθε εκείνο από μόνο του σε μένα.
Αισθάνομαι το τελευταίο μου δάκρυ να παγώνει αργά στο μάγουλό μου, ξεθωριάζει αργά όπως το φύλλο σ’ έναν παγωμένο κόσμο…

Το κουνέλι έσβησε γοργά στον αχνό του δάσους, αέρινα, σιωπηλά…

Άηχη μόνο,
Στο Όλο η γαλήνη
Μάσκα στο χιόνι