Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Η Εξορία Μέσα μας

“Έι, αυτό δεν πάει εκεί. Η θέση του είναι λίγο πιο πέρα…” Ήταν η πρώτη μου σκέψη με το που άναψα το φώς του μπάνιου και παρατήρησα ασυναίσθητα το χώρο γύρω μου.

Κι όμως, ξαναφέρνοντας αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, δε μπορώ να ορκιστώ πως το σκέφτηκα. Και κάνοντας μια μικρή παράκαμψη εδώ, ξεφεύγοντας λίγο απ το αρχικό μου θέμα, θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί έφτασα σ’ αυτό το συμπέρασμα. Κάθε σκέψη δημιουργείται στο κεφάλι μας μέσω ενός εσωτερικού μονολόγου – μιας εσωτερικής «φωνής» – και μπορεί ν’ αποτελείται από κάτι το οποίο αναλύουμε εκείνη τη στιγμή μέσα μας, έναν πραγματικό μονόλογο με τον εαυτό μας ή απλά κάτι το οποίο διαβάζουμε – όπως αυτό εδώ το άρθρο για παράδειγμα. Δε γίνεται, όσο κι αν προσπαθήσουμε, να προσδώσουμε χρώμα ή «υφή» σ αυτή την εσωτερική φωνή αλλά αυτό στο οποίο θα θελα να εστιάσω – το κυριότερο ας πούμε – είναι πως όσο κι αν προσπαθήσουμε δε γίνεται με τίποτα να θυμηθούμε το πότε, μέσα στη μέρα μας, αυτή η «φωνή» ξεκινάει να μας μιλάει. Βασικά, είναι αδύνατο έστω και το να θυμηθούμε το πότε ξεκίνησε εξ αρχής!

Υπάρχει πάντα εκεί. Πάντα υπήρχε. Στην κάθε μας σκέψη, την κάθε μας στιγμή, την κάθε μας παρατήρηση. Όταν είμαστε μόνοι – ή απλά θέλουμε ν απομονωθούμε απ’ τους άλλους ακόμα και αν είμαστε με κόσμο – είναι πάντα εκεί να μας συντροφεύει. Δε γίνεται να την κλείσουμε, δε γίνεται να υπάρχουμε χωρίς εκείνη. Όσο κι αν προσπαθήσουμε είναι πρακτικά αδύνατο να μην σκεφτόμαστε απολύτως τίποτα έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Απλούστατα γιατί ακόμα και όταν προσπαθούμε ν αδειάσουμε το μυαλό μας, αυτή η φωνούλα είναι εκεί να μας λέει αυτό ακριβώς. Πρακτικά θέλω να πω πως –και συγχωρέστε τις επαναλήψεις μου – ακόμα και όταν δε σκεφτόμαστε τίποτα, σκεφτόμαστε πως «δε σκεφτόμαστε τίποτα». Και εκεί ακριβώς είναι που ήθελα να καταλήξω!

Πότε ξεκινάει μια σκέψη και πότε τελειώνει; Πότε ξέρουμε πως η μια σταμάτησε και ξεκίνησε μια άλλη; Πως γίνεται με σιγουριά να πούμε πως κάποια έφυγε και δεν είναι απλά στο φόντο του μυαλού μας; Και εδώ λοιπόν είναι που κάνει την εμφάνισή του ένας δεύτερος παράγοντας ο οποίος ευθύνεται, κατά βάση, για τα λάθος συμπεράσματα στα οποία μπορεί να βγούμε προσπαθώντας ν απαντήσουμε σ αυτές τις ερωτήσεις. Μιας και εξ αιτίας του, ακολουθούμε ασυνείδητα τις επιλογές μας δίχως να το γνωρίζουμε, καθώς παρασυρόμαστε απ’ αυτόν σε λάθος μονοπάτια που οι ίδιοι ρίξαμε τους εαυτούς μας… Η προσοχή.

Αν μπορούσαμε να ζήσουμε μια μέρα δίχως να εστιάζουμε την προσοχή μας σε μια μόνο σκέψη, και δίναμε αντίστοιχη προσοχή σε κάθε σκέψη που κάναμε, θα παρατηρούσαμε πως η απάντηση στις παραπάνω ερωτήσεις δεν είναι και τόσο απλή. Και το πιο τρομερό είναι πως το πρώτο πράγμα που θα παρατηρούσαμε θα ‘ταν πως αυτή η «φωνή» δεν έχει μόνο ένα επίπεδο. Ποτέ δεν σκεφτόμαστε μόνο ένα πράγμα, απλά τείνουμε να εστιάζουμε ασυναίσθητα την προσοχή μας κάθε φορά σε αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Γι αυτό και πολλές φορές το μυαλό μας φαίνεται να πηδάει ασυναίσθητα απ το ένα πράγμα στο άλλο. Στην ουσία δεν το κάνει, απλά αλλάζουμε, δίχως να το καταλάβουμε, τα επίπεδα παρατήρησης των σκέψεών μας.

Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό θα θελα να δώσω ένα παράδειγμα αλλά πριν απ αυτό ας κάνουμε άλλη μια μικρή παράκαμψη. Διαβάζοντας πρόσφατα μια μελέτη έμαθα πως αν κάποιος γεννηθεί δίχως την ικανότητα της ακοής, η «εσωτερική φωνή» του έχει τη μορφή της νοηματικής γλώσσας ή τη μορφή εικόνων, πράγμα το οποίο για κάποιον που έχει γεννηθεί με τελείως διαφορετικά αισθητηριακά ερεθίσματα, είναι αδύνατο να συλληφθεί. Άρα βγαίνουμε στο συμπέρασμα πως αυτή η «φωνή» είναι μια ξεκάθαρη απόρροια της ικανότητάς μας ν’ ακούμε. Και την ακούμε συνεχώς, ακόμα και όταν δεν την προσέχουμε.

Σύμφωνα με αυτή την παρατήρηση λοιπόν, θα μπορούσαμε – λίγο τολμηρά – να παρομοιάσουμε την εσωτερική φωνή μας, με ένα κβαντικό φαινόμενο το οποίο παρουσιάζεται κατά την παρατήρηση ηλεκτρονίων. Το φαινόμενο αυτό μας δείχνει πως, μέχρι να μετρηθούν – να εξεταστούν με κάποιο τρόπο –  θεωρούνται «κενά», δηλαδή δε μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά τι ιδιότητα έχουν. Αλλά ακριβώς λόγω του ότι εξετάζονται αποκτούν αμέσως μια, ξεκάθαρα επειδή υπάρχει κάποιος παρατηρητής ο οποίος, άθελά του, τους την προσδίδει. Έτσι, ακριβώς επειδή παρατηρούμε συνειδητά τη σκέψη μας σε θεωρητικά άσχετα χρονικά διαστήματα, με τη μια της δίνουμε την «υλική» υπόσταση – ιδιότητα – ανάλογα με το πότε την παρατηρούμε – ή με το «τι» θέλουμε να δούμε τη συγκεκριμένη στιγμή. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως μέχρι να την παρατηρήσουμε συνειδητά, μπορεί να αναλύει το οποιοδήποτε θέμα το οποίο μέχρι τότε θεωρούμε ανύπαρκτο.

Επιστρέφοντας πάλι στο δρόμο μας λοιπόν, ας πάρουμε για παράδειγμα πως περιμένουμε το ασανσέρ, αναλύοντας το τάδε θέμα που υπάρχει εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μας. Με το που φτάνει το ασανσέρ παρατηρούμε πως έχει μέσα άλλα 2 άτομα. Καθώς εισερχόμαστε σ’ αυτό το μικρό χώρο που δεν παρέχει καμία δυνατότητα για προσωπική ελευθερία, η σκέψη μας για λίγο σπάει στα δύο. Το ένα κομμάτι σκέφτεται ακόμα ότι και λίγες στιγμές πιο πριν, το άλλο όμως είναι το κομμάτι το οποίο αισθάνεται άβολα με το ότι ξαφνικά είμαστε τόσο κοντά με κάποιους αγνώστους και έτσι πρέπει να βρει μια διέξοδο για ν’ αποφύγει αυτή την – προσωρινά – άβολη κατάσταση. Μπορεί να κάνουμε πως παρατηρούμε κάτι που δεν είναι εκεί, να κοιτάξουμε με αμηχανία το ταβάνι ή το πάτωμα, να χαζέψουμε σε κάποιο τυχαίο σημείο ή να πάρουμε τα ακουστικά μας – αν υπάρχουν – και να ακούσουμε για λίγο μουσική. Ότι και να κάνουμε όμως, δεν έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε ότι αναλύαμε και πριν μπούμε στο ασανσέρ. Κι όμως, όλα αυτά που αναφέρω παραπάνω δεν τα έκανε το σώμα μας από μόνο του. Άρα για λίγο υπήρχαν όντως δυο «φωνές» στο κεφάλι μας, η μια που συνέχισε να σκέφτεται τα δικά της και η δεύτερη που σκεφτόταν το πώς θ αποφύγει για λίγο αυτή την κατάσταση. Απλά αποφασίσαμε εξ αρχής να δώσουμε σημασία στην πρώτη, και η δεύτερη απλά χάθηκε κάπου προς το υποσυνείδητό μας.

Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη τέτοιες στιγμές και θεωρώ πως δε θα ‘ταν υπερβολή να έλεγα πως, κατά τη γνώμη μου, το επίπεδο της συνείδησης που έχουμε μέσα στη μέρα μας όσον αφορά τον εαυτό μας και τις πράξεις μας είναι λιγότερο του 10%. Γιατί κάνουμε τόσα πράγματα που όντως τα σκεφτόμαστε αλλά, ποτέ σχεδόν, συνειδητά. Όταν τρώτε σκέφτεστε το πώς κουνάτε τη γλώσσα σας γύρω απ’ το φαγητό; Όταν κοιτάτε αδιάφορα κάπου σκέφτεστε τι σας έκανε ν αποστρέψετε το βλέμμα σας απ οτιδήποτε κοιτούσατε πριν; Όταν κάθεστε σε μια θέση στο μετρό σκέφτεστε γιατί δεν κάτσαμε μια πιο δίπλα ή μια πιο πέρα; Κι όμως για κάθε ένα απ αυτά τα πράγματα δημιουργείται μια σκέψη, σε ένα κάποιο συνειδητό επίπεδο, η οποία όντως υπάρχει και όντως αν προσπαθήσετε θα δείτε πως την κάνετε, όλο και πιο συνειδητά. Μπορείτε μάλιστα, βασιζόμενοι σ’ αυτό το σκεπτικό, μέχρι και να «εκπαιδεύσετε» τον εαυτό σας να παρατηρείτε πράγμα το οποίο, σε συνδυασμό με μια κάποια εσωτερική ειλικρίνεια, αναπόφευκτα θα σας δώσει μεγαλύτερη γνώση για το «γιατί» κάνετε το ότι κάνετε.

Επιστρέφοντας λοιπόν σε αυτό που έλεγα εξ αρχής, δε θα μπορούσα να ορκιστώ πως το σκέφτηκα, γιατί το χέρι μου κινήθηκε να φτιάξει τον γερμένο καθρέφτη στο μπάνιο πριν καταλάβω ότι σχηματίστηκαν στο μυαλό μου αυτές οι λέξεις. Και το δικό μου περιστατικό μπορεί να είναι μεν απλό και καθημερινό, αλλά παίρνοντάς το σαν παράδειγμα ρωτάω, πως μπορούμε ν απαντάμε με τόση σιγουριά «δεν ξέρω!» όταν κάποιος μας ρωτάει κάτι για τον εαυτό μας το οποίο, μέχρι τότε, δεν έχουμε ποτέ ξανά αναλύσει ούτε οι ίδιοι; Πως μπορούμε να λέμε με τόση ευκολία «δεν ξέρω!» όταν μας ζητάνε εξηγήσεις για κάποια εσωτερικά μας κίνητρα τα οποία, ούτε οι ίδιοι, δεν έχουμε κατανοήσει; Πως μπορούμε να χρησιμοποιούμε τόσο ελεύθερα το «δεν ξέρω!» όταν μας στήνουν στον τοίχο για θέματα στα οποία δε θέλουμε να δώσουμε απαντήσεις;

Όλα τα ξέρουμε! Γιατί όλα τα σκεφτόμαστε. Συνεχώς. Με αυτή τη δεύτερη «φωνή» η οποία χάνεται πάντα στην αφάνεια ενός μυαλού, τόσο πολύπλοκου, που θα κάνει τα πάντα για να προστατέψει την καθημερινότητά του! Όλες τις απαντήσεις για τον εαυτό μας τις έχουμε ήδη απαντήσει οι ίδιοι μέσα μας, γι αυτό και πράττουμε όπως πράττουμε όταν μας παρουσιάζεται μια οποιαδήποτε κατάσταση μπροστά μας. Αν δεν το χαμε ήδη κάνει δε θα μπορούσαμε ν αντιδράσουμε σε τίποτα…

Και εδώ είναι που εμφανίζεται πάλι ο παράγοντας της παρατήρησης. Όταν ήμασταν παιδιά μπορούσαμε να παίζουμε για ώρες μετατρέποντας τα αντικείμενα που υπήρχαν γύρω μας με τη φαντασία μας. Πλέον έχουμε σταματήσει, αλλά μπορείτε να ισχυριστείτε πως αυτό έγινε επειδή τα αντικείμενα τα οποία μετατρέπαμε σε παιχνίδια χάθηκαν; Όχι! Απλά αρχίσαμε να παρατηρούμε και να δίνουμε σημασία σε άλλα πράγματα. Τα «παιχνίδια» μας όμως είναι ακόμα εκεί, απλά δεν τους δίνουμε τη σημασία που τους δίναμε άλλοτε. Βάλτε στη θέση της παιδικής μας ξεγνοιασιάς τη σκέψη και θα δείτε πως κάνουμε το ίδιο πράγμα καθημερινά. Όλα είναι ακόμα εκεί, απλά έχουμε επιλέξει να δίνουμε προσοχή σε τελείως άλλα πράγματα.

Γι’ αυτό αντί ν’ αρνούμαστε τους ίδιους μας τους εαυτούς, προβληματισμένοι με ήδη λυμένα προβλήματα, ας διώχνουμε στην άκρη μερικές φορές τη μονόχνοτη πραγματικότητά μας, δίνοντας αυτό το χώρο του μυαλού μας στο να μάθουμε σιγά-σιγά να παρατηρούμε εμάς τους ίδιους. Γιατί μπορεί το μόνο που χρειάζεται για να λυθούν τα μεγαλύτερα προβλήματά μας, να είναι λίγη κατανόηση και η δύναμη του να παραδεχόμαστε τις αδυναμίες μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γνώμες