Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Διαλογισμός

Για πολλή ώρα είχε μείνει μόνος στο σκοτάδι… ένιωθε ότι το δωμάτιο γύρω του όλο και τον έπνιγε, όλο και τον έκλεινε.
Υπήρχε ακόμα η οσμή του σβησμένου, κόκκινου κεριού στον αέρα και εκείνη η απόκοσμη αλλά μαγευτική εκκλησιαστική μουσική, που έβγαινε απ’ τα ηχεία του παλιού στερεοφωνικού, σαν να υμνούσε τη στιγμή.
Έχοντας τρομάξει λίγο απ’ τη συνειδητοποίησή της μοναξιάς του αποφάσισε ν’ ανοίξει για λίγο τα μάτια του –έτσι κι αλλιώς τόσην ώρα δεν είχε καταφέρει τίποτα.
Όλα αυτά γι’ αυτόν ήταν τόσο καινούργια, τόσο μυστήρια και πρωτόγνωρα! Τον είχαν αφήσει εκεί, χωρίς κανένα φως να φωτίζει το μικρό δωμάτιο παρά μόνο εκείνο του μικρού, κόκκινου κεριού, το οποίο έσβησε μετά από λίγο ο ίδιος για να συγκεντρωθεί καλύτερα αφού ένιωθε ότι επηρέαζε τον διαλογισμό του.
Κοίταξε γυρίζοντας αργά –σχεδόν νωχελικά- το κεφάλι του στον χώρο, δίχως να χαλάει καθόλου τη στάση διαλογισμού που είχε πάρει το σώμα του. Υπήρχε λίγο φως –βέβαια τα μάτια του είχαν συνηθίσει το σκοτάδι ώρα πριν- και δεν του ήταν δύσκολο να παρατηρήσει τον χώρο που τον περιέβαλε.
Απέναντι του η ήταν η παλιά, πράσινη πόρτα που έβγαζε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τους άλλους χώρους. Από τη βάση μέχρι το τέλος της ήταν γεμάτη σκαλίσματα, εκ των οποίων κάποια φαίνονταν πως υπήρχαν όταν φτιάχτηκε και κάποια είχαν γίνει από πάνω αργότερα. Όλα μαζί ήταν ένα συνονθύλευμα προσώπων, συμβόλων, εικόνων και φράσεων –σε διάφορες γλώσσες, κυρίως λατινικά- όλα το ένα πάνω στο άλλο. Η πόρτα φαινόταν να μην είχε σαλέψει ούτε λίγο από όταν μπήκε –μια παρατήρηση η οποία τον ανακούφισε αρκετά, διότι πριν λίγες στιγμές νόμιζε ότι την είχε ακούσει να τρίζει- και έτσι ηρέμησε λίγο…
Αμέσως η αίσθηση πως ένα απαλό κύμα αέρα μόλις πέρασε δίπλα του έκανε τις τρίχες κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του να σηκωθούν όρθιες! Γύρισε απότομα στα αριστερά του και κοίταξε τον παλιό καναπέ!
Κανένας…
«Θα ήταν της φαντασίας μου…» απολογήθηκε από μέσα του προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι όλα αυτά ήταν μέσα στο κεφάλι του. Ήταν μάταιο όμως, πλέον δεν γινόταν να του φύγει η ιδέα ότι κάποιος τον προσπέρασε και έκατσε στα αριστερά του.
«Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει πολύ…» προσπάθησε αμέσως να εξηγήσει λογικά, « Το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια. Νομίζω πως συμβαίνουν όλα αυτά γιατί είμαι επηρεασμένος…» σκέφτηκε νευρικά.
Κρακ!!!!
Ένας δυνατός ήχος, από γυαλί που σκάει, ακούστηκε απ’ το μέσα δωμάτιο –όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι- που τον έκανε σχεδόν ν’ αναπηδήσει απ τη θέση του!
«Όλα καλά εκεί μέσα;» ρώτησε με απορία και ένα έκδηλο, ελαφρύ τρεμούλιασμα στη φωνή του. Καμία απάντηση…
Σηκώθηκε αργά και πήγε προς την πόρτα, τότε ήταν που παρατήρησε ότι το φώς –σχεδόν το μοναδικό σε όλο το σπίτι- που ερχόταν απ’ το μέσα δωμάτιο είχε λιγοστέψει. Άνοιξε την πόρτα και περνώντας τον μικρό διάδρομο πέρασε στο σαλόνι. Κανείς…
Έπρεπε να είναι και οι πέντε εκεί… που είχαν πάει;
Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει, όλα τα φώτα ήταν σβηστά εκτός από μια σπασμένη λάμπα η οποία, κρεμασμένη απ’ το ταβάνι, πήγαινε πέρα-δώθε αργά, καθώς το λιγοστό φως που έδινε τρεμόπαιζε. Όταν το φως άλλαζε γωνία το δωμάτιο έπαιρνε άλλη όψη, απόκοσμη!
Ένιωσε τον τρόμο να του γαργαλάει το πίσω μέρος του κεφαλιού του.
«Ο ήχος που άκουσα θα ‘ταν απ το σπάσιμο της λάμπας» καθησύχασε τον εαυτό του αλλά αυτό δεν εξηγούσε το «πως». Κι όσο το σκοτάδι ακολουθούσε το φώς στο δωμάτιο καθώς η λάμπα γύριζε προς τυχαίες κατευθύνσεις, τόσο του φαινόταν πιο βαθύ και πιο πηχτό… λες και –σαν το κύμα με την ακροθαλασσιά- προσπαθούσε να τον πλησιάσει όλο και περισσότερο…
«Αυτό δεν γίνεται.» σκέφτηκε, «Οι άλλοι θα έφυγαν για να με αφήσουν ήσυχο και η λάμπα έσπασε γιατί ήταν παλιά…» λέξεις που τρεμόπαιζαν στο μυαλό του. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, βαθιά μέσα του ήξερε ότι δεν τις πίστευε.
Μερικές στιγμές σιγής αργότερα αποφάσισε να πάει και πάλι να διαλογιστεί για να χαλαρώσει. Καθώς όμως έκανε να φύγει νόμισε πως, για μια στιγμή, έπιασε με την άκρη του ματιού του μια φευγαλέα μορφή στις τυχαίες σκιές που δημιουργούνταν στο δωμάτιο. Μια μορφή που δεν άνηκε σ’ αυτόν τον κόσμο, που προτιμούσε το σκοτάδι γιατί στο φώς χανόταν, να τον κοιτάζει με πλαγιασμένο το κεφάλι δίχως τα μάτια της να εστιάζουν κάπου πάνω του. Μια στιγμή αρκούσε για να κλωτσήσει το ένστικτό του και γύρισε τρομαγμένος προς το μέρος της. Τίποτα…
Ο φόβος άρχισε να τον κυριεύει και βάλθηκε να επαναλαμβάνει από μέσα του τις λέξεις που του είχαν μάθει να λέει σε περίπτωση που  αρχίσει να χάνει τον έλεγχο. Όταν ξανακοίταξε η μορφή είχε εξαφανιστεί.
«Όλα είναι της φαντασίας σου.» μάλωσε τον εαυτό του.
Ξαφνικά ο οξύς ήχος ενός γέλιου τον διαπέρασε ολόκληρο σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάνοντας τη ραχοκοκαλιά του να παγώσει! Ένα τρελό, μανιακό γέλιο που δεν ήταν διόλου ευχάριστο. Λίγο πριν σταματήσει κατάλαβε ότι ερχόταν από πίσω του! Αισθάνθηκε τα πόδια του να κοκαλώνουν αυτόματα. Παίρνοντας την απόφαση να γυρίσει να δει, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα, λες και ήταν έτοιμη να σπάσει. Δίχως να μπορεί να σκεφτεί τι θα μπορούσε να ναι χειρότερο –ή να σκεφτεί οτιδήποτε- ένοιωσε την καρδιά του να σταματάει όταν ξάφνου απέναντι του υπήρχε ένας καθρέφτης μικρός, όσο ένα κεφάλι, με περίτεχνα σκαλισμένο ξύλο να τον πλαισιώνει , που πριν δεν ήταν εκεί. Το ξύλο ήταν σχεδόν μαύρο –σαν καμένο- και οι αναπαραστάσεις πάνω του έκαναν το στομάχι του να γυρίζει. Αυτό που είδε μέσα στον καθρέφτη όμως ήταν εκείνο που τον έκανε να φύγει τρέχοντας απ’ το δωμάτιο ορμώντας προς την έξοδο.
Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα όμως ήρθε αντιμέτωπος μ’ ένα θέαμα που τον έκανε να τα χάσει! Απ’ το τζάμι της πόρτας φαινόταν ότι ήταν σφραγισμένη απ’ έξω με σανίδες καρφωμένες στον τοίχο. Αμέσως μια φρικτή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Πήγε γρήγορα και κοίταξε απ’ το παράθυρο του δωματίου που διαλογιζόταν. Το ένστικτό του πήγε να τρελαθεί όταν αντίκρισε τούβλα να του μπλοκάρουν το δρόμο! Γι άλλη μια φορά εκείνο το φρικαλέο γέλιο ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του και αντανακλαστικά κοίταξε στο σαλόνι.
Η μορφή που είδε φευγαλέα πριν, τώρα ήταν όντως εκεί! Κοιτώντας τον μ’ εκείνο το δίχως εστίαση βλέμμα και μ’ ένα χαμόγελο το οποίο τραβιόταν όλο και πιο αφύσικα προς το πίσω μέρος του κεφαλιού της –αν μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο. Με το που τα βλέμματά τους συναντήθηκαν έσβησε και το λιγοστό φώς που τρεμόπαιζε μέσα στο δωμάτιο βυθίζοντας τα πάντα σε ένα κρύο και απειλητικό σκοτάδι.
Νοιώθοντας τον πανικό να τον κυριεύει, άκουσε τον ήχο της βροχής που είχε αρχίσει έξω.
Προσπάθησε μεμιάς ν’ ανοίξει τα φώτα! Τίποτα.
«Το κερί!» ψιθύρισε και άρχισε να ψάχνει μανιασμένα στα τυφλά μέσα στο μικρό δωμάτιο. Δεν υπήρχαν ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρας.
«Στην κουζίνα έχει σπίρτα σε κάποιο συρτάρι!»
Με μεγάλα βήματα έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα, είχε ιδρώσει και η καρδιά του ήταν έτοιμη να εκραγεί, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει απ’ το γέλιο που τον τρέλαινε και με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να μην λιποθυμήσει απ’ τον τρόμο.
Μπαίνοντας στην κουζίνα είδε απ’ το τζάμι του μικρού παραθύρου πάνω απ τον νεροχύτη, έναν κεραυνό να πέφτει φωτίζοντας, για μια μονάχα στιγμή, το δωμάτιο. Δε χρειαζόταν περισσότερο για ν απομνημονεύσει το χώρο, προσπαθώντας να συγκρατήσει στη μνήμη του τα σημεία που είχαν ντουλάπια και συρτάρια. Δεν παρατήρησε ποτέ το μεγάλο κουζινομάχαιρο που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια πετώντας πράγματα από δω και από κει ψάχνοντας απεγνωσμένα για τα σπίρτα. Τα δάχτυλά του μάτωσαν καθώς τα έμπηγε σε πιρούνια και άλλα πράγματα τα οποία συναντούσε στα τυφλά, αλλά συνέχιζε. Τόσο απορροφημένος ήταν στο ψάξιμο του που δεν παρατήρησε ότι, αυτό που τον βοήθησε να τα βρει τελικά ήταν εκείνη η απόκοσμα λευκή, θαμπή, λάμψη που άρχισε να βγαίνει απ’ την λεπίδα όταν μερικές σταγόνες απ το αίμα του έπεσαν πάνω της.
Όταν τελικά γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μαχαίρι το οποίο τώρα έβγαζε ένα σχεδόν ασημένιο φώς που κατάπινε το δωμάτιο, δημιουργώντας φρικαλέες σκιές στους τοίχους, κατάλαβε πως μπορεί να ήταν πλέον αργά. Πριν οι σκιές έρθουν κοντά του πίεσε τον εαυτό του να φύγει για το δωμάτιο με το κερί.
Περνώντας απ’ το σαλόνι είδε, έντρομος, την ίδια λάμψη να έχει γεμίσει τον χώρο ενώ ένα χέρι ξεπρόβαλε απ’ τον καθρέφτη! Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί, έπρεπε να ανάψει το κερί, ήταν η μόνη του σωτηρία!
Όρμησε μέσα στο δωμάτιο βροντώντας την πόρτα πίσω του, το τραγούδι που έπαιζε από πριν έφτανε πλέον στο κρεσέντο του ενώ εκείνος άνοιγε το μικρό κουτάκι για ν’ ανακαλύψει με μεγάλη του λύπη και έκπληξη πως είχε μόνο έξι σπίρτα. Τα πέντε ήδη καμένα, μόνο ένα είχε μείνει ανέπαφο, μόνο μια ευκαιρία να ανάψει το κερί, η κορύφωση του κομματιού τον κούφαινε ενώ –με τρεμάμενα δάχτυλα- άναβε το τελευταίο σπίρτο.
Το γέλιο στο μυαλό του δυνάμωνε και το κομμάτι του προκαλούσε ζαλάδα, πλησίασε το σπίρτο κοντά στο κερί…
Τόσο κοντά στο φυτίλι…
Τόσο κοντά στην μοναδική πνοή ζωής.
Το σπίρτο σβήνει ξαφνικά παίρνοντας μαζί του και τις τελευταίες του ελπίδες. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει μέσα απ’ το χλωμό φώς της φλόγας, ήταν το μαχαίρι να προβάλει απ την πόρτα…

Το τραγούδι τελείωσε…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γνώμες