Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Project Apocalypse. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Project Apocalypse. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Λίγες Σκέψεις για ένα Μεγάλο Βήμα

Το παρακάτω κείμενο είναι άλλη μια μικρή γεύση απ' το RPG "Apocalypse" το οποίο, έχω τη χαρά ν ανακοινώσω πως, σύντομα θα βγεί στην αγορά και σαν board game!

Μπορεί σα δημιουργός να μη συνεργάζομαι πια με την ομάδα που είναι υπέυθυνη για το στήσιμο του παιχνιδιού, εύχομαι όμως καλή τύχη στην προσπάθεια των παιδιών και όλα να πάνε καλά!!!

Όπως και με το κείμενο "Fragments", όσοι το διαβάσουν και ενδιαφέροντε, είναι παραπάνω απο ευπρόσδεκτοι να πουν τη γνώμη τους, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή.

Καθώς η SFF (Science Fiction & Fiction) κοινότητα μεγαλώνει όλο και περισσότερο στην Ελλάδα - κλείνοντας μάλιστα και τον δέκατο χρόνο της πρίν κάποιους μήνες - είναι πολύ ωραίο να βλέπεις πως αφομοιώνεται όλο και περισσότερο απ τον κόσμο καθώς τομείς όπως τα RPG, που πρίν λίγο καιρό ήταν άγνωστοι, πλέον βρίσκουν δειλά-δειλά τη θέση τους μέσα στην Ελληνική πραγματικότητα.

Ελπίζω πως κάποια στιγμή αυτή η, γεμάτη φαντασία, κουλτούρα θ' αφομοιωθεί σιγά-σιγά με τη δικιά μας, και πράγματα που κάποτε ήταν περίεργα ή μεμονομένα, θα περάσουν στη σφαίρα του απλού και του καθημερινού. Έχουμε κάνει ήδη πολύ δρόμο...

Shards

Το πρώτο πράγμα που αισθάνεσαι είναι το κρύο.
Σε αναγκάζει ν’ ανακτήσεις τις αισθήσεις σου διαπερνώντας σε ως το μεδούλι, καθώς τα πάντα γύρω σου καλύπτονται από έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Το συνεχές σφύριγμα που ακούς δίπλα στ’ αυτιά σου σε κάνει να ζαλίζεσαι και με μιας κάνει την εμφάνισή του ο ίλιγγος. Η αμείλικτη δύναμη της βαρύτητας που αισθάνεσαι να σε τραβάει με μανία προς τα κάτω, προσπαθώντας να σε συνθλίψει, είναι σαν μια μέγγενη η οποία σου πιέζει το στομάχι. Η ανάσα σου κόβεται καθώς νιώθεις την ψυχή  σου να τραβιέται όλο και πιο βίαια απ το στήθος σου, με κάθε εκατοστό που πλησιάζεις προς το έδαφος.
Και καθώς ο τρόμος σε καταλαμβάνει, το μόνο που εύχεσαι – ή μπορείς να σκεφτείς – είναι πως δεν πρέπει ν’ ακουμπήσεις κάτω…

Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι αυτό το πρώτο βήμα. Όσες φορές και να το κάνεις, όσες φορές και να το δεις, πάντα το να αφήσεις τον εαυτό σου στο κενό μου φαινόταν το πιο δύσκολο πράγμα που μπορούσα – και έπρεπε – να κάνω. Δίχως ίχνος ελέγχου, δίχως καμία αντίσταση που να μπορείς ν’ ασκήσεις, αφήνεσαι στο έλεος της πιο αδίστακτης δύναμης στη φύση. Με μοναδική ελπίδα πως, όποιοι είναι χωμένοι πίσω απ’ αυτά τα σκοροφαγωμένα γραφεία μ’ αυτά τα άπειρα, πολύπλοκα, μηχανολογικά εξαρτήματα σπαρμένα επάνω τους, θα έχουν κάνει τις σωστές μετρήσεις και το αλεξίπτωτό σου θ ανοίξει.
Καθώς καθόμαστε όλοι σιωπηλοί μέσα στο elevator 11, το οποίο μας μεταφέρει στον πλανήτη των Testacious, κοιτάζω στις σειρές δίπλα και απέναντί μου. Νέα παιδιά, ούτε καν κοντά στα 25, αρματωμένα με πανοπλίες τελευταίας τεχνολογίας, laser guns καλυμμένα με μυστικιστικούς ρούνους και flamethrowers. Βλέπω τα γόνατά τους να τρέμουν σιωπηλά, καθώς προσπαθούν να καλύψουν την ανησυχία και τον φόβο τους κάτω απ το θόρυβο της μηχανής. Σε λίγο θα ‘μαστε εκεί, στο πεδίο της μάχης, εκεί που το πιο πιθανό είναι να χάσουν τις, μικρές σε διάρκεια, αναλώσιμες ζωές τους. Μην έχοντας ιδέα τι τους περιμένει όταν ανοίξουν αυτές οι πόρτες, προσπαθώντας ν’ απαγγείλουν ξανά και ξανά από μέσα τους το ελάχιστο κομμάτι ενημέρωσης που τους δόθηκε, λες και απαγγέλουν έναν ιερό – ή τον τελευταίο τους – ψαλμό, αγωνιούν βάζοντας με τη φαντασία τους το τι μπορεί ν αντιμετωπίσουν. Mutants, Razors, Darklings ή οτιδήποτε άλλο απ αυτά τα ανίερα πλάσματα που έφτυσαν οι Θεοί πάνω σ’ αυτόν τον εξαθλιωμένο πια κόσμο. Τους βλέπω. Θέλουν να το διώξουν απ το μυαλό τους, με νευρικές χαζοκουβέντες, ανταλλάσσοντας στ’ αστεία βωμολοχίες μεταξύ τους, Το να περιμένεις να φτάσεις συνειδητά στο σημείο στο οποίο θα πεθάνεις με τον πιο κτηνώδη ή βασανιστικό τρόπο. Για πρώτη τους φορά γνωρίζουν τι πραγματικά σημαίνει τρόμος.
Κι όμως κανείς δεν περιμένει αυτό που πρόκειται να συμβεί σε λίγο – οι παλιότεροι και πιο έμπειροι το ονομάζουν κοροϊδευτικά «Μύηση». Κανένας απ αυτούς τους στρατιώτες δεν έχει ιδέα τι πρόκειται να συμβεί μόλις ανοίξουν αυτές οι πόρτες. Με το που ο κόκκινος φανός αρχίσει ν αναβοσβήνει, δίνοντας μας το σήμα απ το κέντρο ελέγχου πως είμαστε πάνω απ το σημείο ρίψης, όλοι ασφαλίζουν τους προστατευτικούς τους ιμάντες όπως τους έμαθαν να κάνουν άβουλα στην Ακαδημία. Καθώς η βαριά μεταλλική ράμπα αρχίσει να χαμηλώνει, ο αέρας που μπαίνει ορμητικά μέσα μας δίνει το πρώτο χαστούκι επαναφοράς στην πραγματικότητα. Βλέπω τον πρώτο δόκιμο να σηκώνεται και να πηγαίνει – όπως ξέρει πως πρέπει να κάνει – προς την άκρη της ράμπας έτοιμος να πηδήξει στο κενό. Τον έχω ακουστά, σύμφωνα με το έμβλημα που κοσμεί, χαραγμένο, τη δεξιά του επωμίδα, είχε κάνει αίτηση για να καταταχτεί στους H.I.S, την ελίτ των ελίτ. Το ύφος του προδίδει πως είναι έτοιμος για οτιδήποτε μπορεί να τον περιμένει από κάτω μας. Κανείς μέσα στο επιβατικό δεν περίμενε να δει την αλλαγή στα μάτια του με το που πήδηξε έξω.
Κανείς δεν περιμένει πως το πιο τρομακτικό πράγμα κατά την πτώση, είναι αυτή η πρώτη ριπή αέρα που σα μαστίγιο σε χτυπάει αλύπητα με μιας σ’ όλο σου το σώμα. Με το που κάνεις αυτό το πρώτο βήμα, βγαίνεις αυτόματα από μιαν ασφάλεια την οποία ποτέ δεν αντιλήφθηκες πως είχες. Το μαστίγωμα αυτό σου μαθαίνει με τον πιο σκληρό και αμείλικτο τρόπο πως τόσην ώρα, ότι και να σκεφτόσουν, ήσουν προστατευμένος απ οτιδήποτε και να ‘ταν εκεί έξω.
Το πρώτο αυτό μαστίγωμα φροντίζει να σου χαράξει στο κορμί, βαθιά κάτω απ τα κόκκαλα, πως αυτό που ζεις αυτή τη στιγμή, είναι αληθινό!

Πετάγομαι έντρομος απ το κρεβάτι μου, με τις γροθιές σφιγμένες και το σώμα μου λουσμένο στον ιδρώτα. Νιώθω το σεντόνι μου σαν ύπουλο βόα, τυλιγμένο γύρω απ το σώμα μου έτοιμο να με καταπιεί και το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει. Παλεύω για λίγο νευρικά να ελευθερωθώ, μην έχοντας ακόμα ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις μου, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο κόσμους, δίχως να χω καμία ανάμνηση απ’ τον έναν. Νιώθω τους μυς μου κουρασμένους, λες και μαχόμουν όλη τη νύχτα, κι όμως δε θυμάμαι τίποτα παρά μόνο το έντονο αυτό συναίσθημα σαν κεραυνό που με ξύπνησε…
Μπορεί η σκηνή μου να διαθέτει συστήματα εξαερισμού, λόγω του ότι χρησιμεύει και σαν βάση του επιτελείου μας στον πλανήτη, κι όμως εγώ την αισθάνομαι σαν φούρνο, λες και ο αέρας γύρω μου είναι τόσο πυκνός που με πνίγει. Σηκώνομαι αργά και σέρνω τα βήματά μου προς το μπαρ της σκηνής μου. Όλες μου οι κινήσεις είναι σχεδόν αυτόματες, τις αναλύω λες και το κάθε μου βήμα είναι η αποπεράτωση των εντολών που δίνω στον εαυτό μου. Καθώς πιάνω ένα μπουκάλι ακριβό, εισαγόμενο τζίν, σκέφτομαι πως τελικά έχει και τα καλά του το να είσαι διοικητής. Το πρώτο πράγμα που εμφανίζεται σα συνειδητή σκέψη στο μυαλό μου… Είναι μια ζεστή μέρα στον πλανήτη Ebusa – έναν πλανήτη που δε νυχτώνει ποτέ – και λόγω της ιδιαιτερότητάς του έχουμε φροντίσει να φέρουμε ειδικές σκηνές που συγκρατούν την ηλιακή ακτινοβολία. Η αφόρητη ζέστη που επικρατεί με κάνει να θέλω ν ανοίξω την είσοδο για να μπει λίγος καθαρός αέρας, αλλά η ιδέα της έκθεσής μου στον ήλιο και στη μυρωδιά της θάλασσας με κάνει να πείθω τον εαυτό μου πως μπορεί ν αντέξει. Ανοίγω το μπουκάλι και βάζω μερικά παγάκια σ ένα ποτήρι, μόνο και μόνο για να το παρατήσω με μια δεύτερη σκέψη πάνω στο μικρό, φορητό τραπεζάκι και κατεβάζοντας μια γερή γουλιά τζίν. Καθώς η δυνατή γεύση του οινοπνεύματος ξυπνάει τη γλώσσα μου, αισθάνομαι και άλλη μια γεύση να αναμιγνύεται μαζί της. Μια γεύση πολύ γνώριμη.
Πάω προς τον καθρέφτη που βρίσκεται κρεμασμένος πάνω απ τη μικρή λεκάνη στην άκρη της σκηνής. Μια ξεκάθαρη γραμμή αίματος φαίνεται να διαγράφεται ξεραμένη στη δεξιά μεριά του σαγονιού μου καθώς κοιτάζω σαστισμένος το είδωλό μου. Πάλι δαγκωνόμουν στον ύπνο μου;
«Με τι πάλευα όλο το βράδυ;» αναρωτιέμαι…
Κοιτάζω πάλι το κρεβάτι μου, και κατά βάθος ξέρω – ακόμα και αν δεν το παραδέχομαι ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό – πως φοβάμαι να πλαγιάσω πάλι.
Αναγκάζοντας τον εαυτό μου να γυρίσει στις αισθήσεις του, πάω ήρεμα και ξαπλώνω. Καθώς πέφτω κοιτάζω το ρολόι μου, 12 ακριβώς. Έχουμε ακόμα 5 ώρες μέχρι επίσημα να ξυπνήσουμε το στράτευμα. Τον τελευταίο καιρό έχουν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο συχνά τέτοια «ξεσπάσματα». Τέτοιες μεταμεσονύκτιες μάχες, που καταλήγουν πάντα με μένα ηττημένο, να προσπαθώ να μαζέψω τα κομμάτια μου απ το πάτο ενός σπασμένου ονείρου. Γιατί να ξεκινήσουν αυτά τώρα; Μετά από τόσες μάχες; Τόση προσπάθεια; Γιατί σχεδόν κάθε βράδυ παλεύω μια μάχη την οποία χάνω όλο και περισσότερο κάθε φορά; Γιατί αισθάνομαι λες και κάτι παλεύει να βγει στην επιφάνεια του μυαλού μου μέσα από μια θάλασσα αναμνήσεων που ποτέ δεν είχα; Που βλέπω αλλά ποτέ δεν έζησα. Που ανακαλύπτω αλλά συνεχώς ξεχνάω. Κάθε φορά που ξυπνάω…
Γιατί τώρα που σχεδόν έφτασα 30;

Κάθε φορά κατά τη διάρκεια της τελετουργίας χάνω για λίγο τον έλεγχό μου καθώς παραδίδω το σώμα μου στον ένα και μοναδικό Θεό μας. Καθώς ψέλνω τους ιερούς μου όρκους, αισθάνομαι όλη μου την ύπαρξη να χάνεται σε μια απύθμενη άβυσσο ανυπαρξίας, καθώς το σώμα μου παραδίδεται πλήρως στη δύναμη του Nekranal! Όταν πλέον επανέρχομαι όλα είναι ακόμα θολά και ξέρω πως το ένστικτο και η ατσάλινη πειθαρχία τόσων ετών – όπως επίσης και τα φάρμακα αδρεναλίνης – έχουν αναγκάσει το σώμα μου να πάρει πρωτοβουλία και να μπει πάλι στη μάχη στο όνομά Του δίχως να πάρει εντολές από μένα. Το πρόσωπό μου ποτίζεται απ το μαύρο αίμα της σάρκας ενός Oktanamon καθώς η πριονωτή άκρη της κάνης του όπλου μου τον μετατρέπει σ’ ένα φλεγόμενο απομεινάρι σάρκας, το οποίο εξαϋλώνεται στον αέρα. Γύρω μου επικρατεί χάος, καθώς οι φτερωτοί αυτοί δαίμονες – αν μπορεί κάποιος να τους χαρακτηρίσει έτσι – ορμάνε με λύσσα στους συμπολεμιστές μου. Είναι όμως οι τελευταίοι από όσους έμειναν και η μάχη έχει πλέον οριστικά γύρει προς το μέρος μας. Ελευθερώνοντας τις ασφάλειες του όπλου μου, μετατρέπεται σε ένα δίχειρο τσεκούρι με το οποίο ανοίγω δρόμο ανάμεσα σε όσα πλάσματα είναι έκπτωτα αφότου τους κάηκαν τα φτερά. Θέλω να φτάσω στο ψηλότερο κομμάτι του υφάλου, πλέον τίποτα δε μας σταματά παρά μόνο η ολοκληρωτική τους καταστροφή, και θέλω να είμαι εκεί όταν θα συμβεί αυτό, να τους δω να υποφέρουν. Καθώς φτάνω στο ψηλότερο πλάτωμα του υφάλου το θέαμα είναι μαγευτικό! Ο ήλιος Ka δύει καθώς τα φλεγόμενα κορμιά των Oktanamon πέφτουν απ τον ουρανό επάνω στην, άγονη πια απ το τελετουργικό, γη των Testacious. Οι πολεμιστές μου ουρλιάζουν μέσα σε μια φρενίτιδα μίσους, χαράς και οργής καθώς τα ενισχυτικά φάρμακα τους τραβάνε στο έπακρο! Όμως η τελετουργία με κατέστησε αρκετά ευάλωτο και το θέαμα αρκετά απρόσεκτο. Η μάχη δεν έχει κερδηθεί ακόμα και οι σφαίρες ακόμα πετάνε δίπλα μας καθώς τρέχουμε με τη μονάδα μου για να πάρουμε το ύψωμα. Ένας απ τους τελευταίους Oktanamon, καταφέρνει και με πετυχαίνει στο στήθος!
Το πρώτο πράγμα που αισθάνεσαι είναι το κρύο.
Σε αναγκάζει ν’ ανακτήσεις τις αισθήσεις σου διαπερνώντας σε ως το μεδούλι, καθώς τα πάντα γύρω σου καλύπτονται από έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Το συνεχές σφύριγμα που ακούς δίπλα στ’ αυτιά σου σε κάνει να ζαλίζεσαι και με μιας κάνει την εμφάνισή του ο ίλιγγος. Η αμείλικτη δύναμη της βαρύτητας που αισθάνεσαι να σε τραβάει με μανία προς τα κάτω, προσπαθώντας να σε συνθλίψει, είναι σαν μια μέγγενη η οποία σου πιέζει το στομάχι. Η ανάσα σου κόβεται καθώς νιώθεις την ψυχή  σου να τραβιέται όλο και πιο βίαια απ το στήθος σου, με κάθε εκατοστό που πλησιάζεις προς το έδαφος.

Και καθώς ο τρόμος σε καταλαμβάνει, το μόνο που εύχεσαι – ή μπορείς να σκεφτείς – είναι πως δεν πρέπει ν’ ακουμπήσεις κάτω…

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Λίγα Λόγια για μια Μεγάλη Προσπάθεια

Το κείμενο με τίτλο "Fragments" είναι ένα μέρος της πρώτης νουβέλας ενός από τα πρώτα, Ελληνικά p'n'p RPG games, με τίτλο "Apocalypse", το οποίο αυτή τη στιγμή βρίσκεται πολύ κοντά στο στάδιο της έκδοσης. Το Apocalypse είναι ένα νέο και ανερχόμενο παιχνίδι, που ελπίζουμε να καταφέρει να βρει τη θέση που του αξίζει στο κοσμικό στερέωμα των RPG.

Στηρίζοντας ακράδαντα την φράση "credit where due", αυτό το μικρό κείμενο είναι το αμέριστο "ευχαριστώ" μου στους δημιουργούς του, που μου δίνουν τη μεγάλη τιμή και χαρά να είμαι υπεύθυνος της συγγραφής των νουβέλων οι οποίες θα συνοδεύουν - καλώς εχόντων των πραγμάτων - το RPG όταν εκδοθεί.

Επίσης - για όποιον τύχει να το διαβάσει - είναι και μια προσπάθεια παρακίνησης αναρτήσεων οποιουδήποτε είδους comment όσον αφορά το κείμενο (η επεξήγηση πιστεύω είναι περιττή :P ).

Ευχαριστώ και πάλι τον οποιοδήποτε πήρε το χρόνο του για να διαβάσει αυτές τις λίγες γραμμές, και ελπίζω ν απολαύσετε την ιστορία που παραθέτεται παρακάτω.

P.S. Σε μερικά σημεία υπάρχουν κάποιες φαινομενικά αχρείαστα εκτενείς περιγραφές (πχ στον εξοπλισμό), αλλά αυτό έγινε ξεκάθαρα επειδή αυτό το κείμενο έπρεπε να δοθεί και στους illustrators για να έχουν και εκείνοι μια ιδέα για τον κόσμο.

Fragments

«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Οι εξετάσεις μας δείξανε πως η επιρροή της Βιομάζας έχει εξασθενήσει εντελώς, τα εγκεφαλογραφήματά σας βγήκαν εντάξει και τα ψυχολογικά τεστ ήταν αρκετά ικανοποιητικά. Επομένως, δεν έχω λόγο να πιστεύω πως θα υπάρξει κάποια επιπλοκή ως προς την έκβαση της… κουβέντας μας.»
«…»
«Καταλάβατε τα όσα είπα μόλις τώρα;»
«…»
«Μάλιστα.»
«Εξαίσια, άρα μπορούμε να συνεχίσουμε. Μπορείτε να θυμηθείτε με σιγουριά τα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα;»
«Μάλιστα.»
«Θα θέλαμε να μας δώσετε μια πλήρη περιγραφή των γεγονότων που εξελίχθηκαν εκείνη τη μέρα, με τις περισσότερες δυνατές λεπτομέρειες παρακαλώ.»
«…»
«Μπορείτε να κάνετε κάτι τέτοιο;»
«… μάλιστα …»
«Εξαίσια! Θα πρέπει να σας ενημερώσω πως η… συζήτησή μας… μαγνητοφωνείται αλλά είμαι σίγουρος πως αυτό το έχετε αντιληφθεί ήδη. Μπορείτε να ξεκινήσετε όποτε είστε έτοιμος.»
«…»
Εγώ και η διμοιρία μου, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Fargo, βρισκόμασταν σε μια απλή αποστολή ρουτίνας στον πλανήτη Alamosa. Έναν, κατά τ’ άλλα, μέγιστης στρατηγικής σημασίας πλανήτη μιας και, απ ότι πληροφορηθήκαμε στη μικρή ενημέρωση που μας έκαναν ενώ περιμέναμε όσο ήμασταν καθοδόν προς τα εκεί, η Alamosa είναι ένας απ τους κεντρικούς σταθμούς εξόρυξης Trinitrium. Απ όσο μάθαμε οι Testacious έχουν – ή είχαν τουλάχιστον μέχρι τότε – συνάψει μια συμφωνία με τους Terrans, σύμφωνα με την οποία τους έδιναν τα δικαιώματα εξόρυξης αυτού του πολύτιμου για μας καυσίμου μιας και σ’ αυτούς είναι άχρηστο. Σε αντάλλαγμα εμείς τους παρείχαμε ελεύθερη πρόσβαση σε όλες μας τις διαγαλαξιακές αποικίες, πράγμα το οποίο ωφελούσε και τους δύο πολιτισμούς.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, μαζί με πολλά άλλα, ο πλανήτης Alamosa είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη ανάπτυξη σε πολιτιστικό και τεχνολογικό επίπεδο αλλά το μεγαλύτερο όφελος που είχαν οι Testacious ήταν κυρίως οικονομικό. Λόγω των 5 σταθμών εξόρυξης που έχουμε – ή τουλάχιστον είχαμε, δε γνωρίζω πλέον - πάνω στον πλανήτη, η Alamosa είχε γίνει αρκετά γνωστή σε μας όπως και στους πολιτισμούς με τους οποίους συνυπάρχουμε, πράγμα το οποίο είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο κύμα τουρισμού. Γεγονός απόλυτα λογικό αν σκεφτεί κανείς τα μυστηριώδη κοράλλια-κτίσματα – τα οποία απ ότι είχα ακούσει οικοδομούνταν αυτοβούλως ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων - στα οποία έμεναν οι αυτόχθονες όπως επίσης και τα μαγευτικά υποθαλάσσια τοπία τα οποία τα περιέβαλλαν.
«Αλλά ξεφεύγω, συγχωρέστε με.»
«Κάθε άλλο… φαίνεται πως δείχνετε μεγάλο ενδιαφέρον γι αυτόν τον πλανήτη… συνεχίστε.»
Βρισκόμασταν λοιπόν στην αποικία μας, εν ονόματι Aphrodite 5, η οποία ήταν ένα απ τα πολλά τουριστικά θέρετρα, τα οποία είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα, για να καλύψουν τις τουριστικές ανάγκες πλούσιων Testacious, Terran ή οποιουδήποτε άλλου ήθελε να επισκεφτεί αυτό τον πλανήτη και είχε χρήματα για ξόδεμα. Ήταν ένα τεράστιο και πολύ ακριβό τουριστικό θέρετρο, το οποίο είχε χτιστεί επάνω σ έναν κοραλλιογενή ύφαλο με σκοπό να προσφέρει μια πανέξυπνη – και συνάμα τρομακτική – ψευδαίσθηση. Σε όλη τη βορειοανατολική όπως και βορειοδυτική πλευρά του, οι ένοικοι είχαν θέα στο απέραντο πέλαγος το οποίο περιέκλειε το θέρετρο, σ έναν βαθύ μπλε ωκεανό που κατάπινε τα πάντα μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι, κάνοντάς σε να αισθάνεσαι πως πλέεις στη μοναδική σχεδία πάνω σ έναν αμείλικτο πλανήτη που καλύπτεται ολοκληρωτικά από νερό. Δίχως πάτο, δίχως γη, μόνο ο απύθμενος βυθός κάτω απ τα πόδια σου μυστήριος και τρομακτικός, έτοιμος να σε καταπιεί… ήσουν μόνος, αβοήθητος… και μικρός. Κι όμως, όταν έφτανες στη νότια πλευρά του υφάλου, έβλεπες απέναντί σου να ξεχύνεται μεγαλοπρεπής και υπέρλαμπρη η πρωτεύουσα των Testacious. Ακλόνητη στα αφηνιασμένα κύματα που έσκαγαν πάνω της με ορμή, προσπαθώντας μάταια να την καταπιούν. Τα τεράστια κοράλλινα τείχη της πόλης έστεκαν αγέρωχοι φρουροί στις μανιασμένες καταιγίδες που έπληγαν τον πλανήτη, και χαμήλωναν στωικά όταν η θάλασσα είχε πλέον ηρεμίσει, αποκαλύπτοντας μια πόλη-κολοσσό τόσο αρχαία που σου κοβόταν η ανάσα. Ολόκληρη η πρωτεύουσα ήταν ένα συμπαγές οικοδόμημα το οποίο κανείς δεν ήξερε αν είχε σμιλευτεί ή απλά άλλαζε ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων της. Οι αυτόχθονες ήταν πολύ μυστικοπαθείς και καχύποπτοι με όχι μόνο τους ξένους αλλά και τους δικούς τους ανθρώπους πάνω σ αυτό το θέμα. Μόνο όσοι ανήκουν στο εσωτερικό συμβούλιο των Seers – έτσι ονομάζουν τους Ιερείς τους από όσο μπόρεσα να καταλάβω – και ο αρχηγός τους, ο Hierophant, έχουν πρόσβαση σ αυτά τα αρχέγονα μυστικά.
Το μόνο που μπορούσα να αισθανθώ ήταν δέος.
«Φαίνεστε γοητευμένος πραγματικά γοητευμένος απ αυτούς τους… Testacious και τον κόσμο τους.»
«… ήταν απλά η πρώτη μου φορά στον πλανήτη. Η πίστη μου στη Nekrocity και τον Nekranal είναι ακλόνητη και παντοτινή. Τίποτα δε μπορεί ν αντικαταστήσει το σκοπό μας.»
«… μάλιστα… συνεχίστε…»
Ήταν άλλο ένα ήρεμο απόγευμα και μαζί με δύο άλλους star troopers μεταφέραμε κάτι κιβώτια με προμήθειες από τα πλοία στην περιοχή που είχαμε κατασκηνώσει. Βρισκόμασταν στην βορειοδυτική πλευρά του, ας το πούμε, νησιού μακριά απ τις πολυτελείς εγκαταστάσεις του θέρετρου. Οι υπεύθυνοι μας είχαν τονίσει πως μπορεί να βρισκόμασταν εκεί για προστασία αλλά δεν έπρεπε να διαταράσσουμε τις διακοπές των ενοίκων, εξάλλου πλήρωναν πάρα πολλά για να είναι εκεί και όλα έπρεπε να λειτουργούν στην εντέλεια. Το ίδιο το θέρετρο λειτουργούσε χάρη σ έναν μικρό αντιδραστήρα πυρηνικής ενέργειας έτσι ώστε οι τουρίστες να έχουν συνεχή πρόσβαση σε όλα τα κομφόρ που μπορούσε να προσφέρει δίχως την παραμικρή επιπλοκή. Είχαμε τελειώσει με τις μεταφορές πάνω στην ώρα που έδυε ο πρώτος ήλιος – JA αν θυμάμαι καλά – και ο δεύτερος, ο KA, εμφανιζόταν σιγά-σιγά στην άκρη του ορίζοντα. Μιας και σ αυτό τον πλανήτη δεν είχε ποτέ νύχτα μερικοί από μας είχαμε κάποιο πρόβλημα προσαρμογής, αλλά ευτυχώς λόγω της εκπαίδευσής μας και των συνεχών τεχνιτών ύπνων στην ψευδο-νύχτα στην οποία έπρεπε να προσαρμοστούμε στα μακρινά διαγαλαξιακά ταξίδια μέσα στα σκάφη, είχαμε αρχίσει να το ξεπερνάμε. Κουρασμένος από τις συνεχείς ασκήσεις και το γεγονός πως έπρεπε να μαστε συνεχώς σε εγρήγορση σε περίπτωση που γίνει κάτι, είχα απομακρυνθεί λίγο απ την διμοιρία μου για να ξεκουραστώ κάτω απ τη σκιά ενός κομματιού που προεξείχε απ τον ύφαλο και είχε πάρει το σχήμα μισοφέγγαρου.
«Η ποινή για τεμπέλιασμα εν ώρα καθήκοντος είναι μια εβδομάδα καταναγκαστικής εργασίας στο πλοίο, όπως επίσης η ποινή για παράκουση εντολών ανωτέρου είναι άλλη μια. Ελπίζω να το γνωρίζετε αυτό.»
«…»
«Συνεχίστε παρακαλώ.»
Καθώς σκούπιζα τον ιδρώτα απ το μέτωπό μου, έριξα μια ματιά τριγύρω για να σιγουρευτώ πως όλα είναι εντάξει. Και τότε τον είδα. Ο Συνταγματάρχης Fargo καθόταν απόμακρα στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου, ατενίζοντας πότε τους στρατιώτες του και πότε τη θάλασσα. Δε μπορούσα να διακρίνω καθαρά το βλέμμα του αλλά φαινόταν κάπως σκεφτικός, κάπως χαμένος.
«Τι θυμάστε να μου πείτε για τον Συνταγματάρχη Fargo
Τι θυμάμαι; Θυμάμαι τα πάντα! Ήταν – ή είναι, δε μπορώ να γνωρίζω τι ακολούθησε μετά τα όσα συνέβησαν – ένας απ τους μεγαλύτερους και πιο σπουδαίους ανθρώπους που είχα την τιμή, και το τονίζω αυτό, να υπηρετήσω αυτά τα 5 χρόνια που είμαι στους star troopers! Όσες φορές τον έχω δει στο πεδίο της μάχης ήταν πραγματικά άφοβος και διατηρούσε τον χαρακτήρα του ακόμα και μπροστά στο πρόσωπο του θανάτου του ίδιου! Όλοι οι άντρες στο στράτευμα τον σέβονταν και εκτελούσαν δίχως δεύτερη σκέψη την κάθε του εντολή. Και εκείνος, σε αντάλλαγμα, σε κάθε μάχη μας έκανε υπερήφανους να υπηρετούμε από κάτω του, κάτω από έναν τόσο σπουδαίο άντρα. Οι αποφάσεις του, ακόμα και της τελευταίας στιγμής μπορούσαν ν αλλάξουν προς τη νίκη την έκβαση της κάθε μας μάχης.
Τι θυμάμαι…
Θα σας πω τι θυμάμαι απ αυτόν!
Θυμάμαι πως αν μου έλεγε να μπω μέσα στο στόμα του λύκου, ή να περπατήσω ως την κόλαση και πίσω θα το έκανα! Θα το έκανα δίχως δεύτερη σκέψη ή δισταγμό! Και αν πέθαινα, θα πέθαινα γνωρίζοντας πως πέθανα τιμημένα! Στο όνομα του μεγαλύτερου ηγέτη που γνώρισα ποτέ μου. Γιατί όταν ήταν εκεί, μαζί μας, στο πεδίο της μάχης, κανένας απ τους συντρόφους μου δε γνώριζε φόβο…

«Κοίτα τους…»
«Όλοι τους στοιβαγμένοι πιστά ο ένας πίσω απ τον άλλον, ν ακολουθούν βουβά με προθυμία την κάθε εντολή, πάντα σε σειρές, πάντα σε εγρήγορση, πάντα ετοιμοπόλεμοι…»
«Παιδιά ακόμα, έχοντας μπροστά τους άλλα 5, 10, διάολε, μπορεί μέχρι και 15 χρόνια ακόμα ζωής. Να κάνουν εφόδους σε κάθε μάχη λες και είναι η τελευταία τους, λες και δε νοιάζονται για το αν μια ριπή μπορεί να τους ξεριζώσει το κεφάλι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, λες και όλα είναι ήδη μάταια. Και όταν μετά τη μάχη ρωτάς τους επιζώντες για τους φίλους και συντρόφους που χάθηκαν σ αυτή, με τους οποίους πολέμησαν τόσες φορές πλάτη με πλάτη, που ούρλιαξαν μαζί μέσα στη φρενίτιδα της συμπλοκής, που προσευχήθηκαν πλάι-πλάι στον Nekranal για δύναμη… μοιάζουν να μην τους είχανε γνωρίσει ποτέ.»
«Μυρμήγκια! Αυτό είμαστε όλοι μας! Μια τεράστια αποικία μυρμηγκιών. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε σε μια σειρά, δουλεύουμε σε μια σειρά, πολεμάμε σε μια σειρά, προσευχόμαστε σε μια σειρά… γεμίζουμε το σώμα μας με φάρμακα και το αλλάζουμε γενετικά για να μαστε καλύτεροι, γρηγορότεροι και δυνατότεροι πολεμιστές. Έτσι ώστε όταν γεράσουμε αρκετά να χαθούμε, και κάποιο άλλο μυρμήγκι παίρνει τη θέση μας στην αποικία, έτσι, βουβά, δίχως τιμές, δίχως δόξα, δίχως όνομα. Η συνέχιση του είδους πρέπει να διαιωνιστεί. Αυτό μόνο ξέρουμε, χωρίς να μπορούμε να σκεφτούμε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, αν μπορούμε να κάνουμε κάτι εν τέλει… πολεμάμε τα συμπτώματα δίχως να κάνουμε κάτι για την αρρώστια την ίδια.»
«Και ο “Θεός” μας, που κάθεται απόμακρος και μυστήριος στη Σάλα του Θανάτου, δεν έκανε ποτέ τίποτα για να μας βοηθήσει, παρά μόνο να μας δίνει ένα ελάχιστο ψήγμα της δύναμης του για το μοναδικό σκοπό του μαζέματος των ψυχών και της διάδοσης της θρησκείας… όλα στο όνομά του…»
Με πήρε ο ύπνος δίχως να το καταλάβω επάνω στο λόφο, το κεφάλι μου βαρύ από σκέψεις και γεμάτο προβληματισμούς ο οποίοι είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους τον τελευταίο καιρό μαζί μ ένα περίεργο συναίσθημα. Λες και ένα χέρι μες στο στομάχι μου τραβούσε προς τα κάτω τα σωθικά. Δεν το ένοιωθα συνεχώς φυσικά, ήμουν ένας απ τους καλύτερους που είχε να προσφέρει η T.A.F! Απ τις μέρες της ακαδημίας ακόμα αρίστευα σε όλα! Ένας διοικητής – λάθος – ένας Συνταγματάρχης, δεν έχει ώρα για τέτοιους προβληματισμούς, με μια ένεση αδρεναλίνης όλα θα επανέρχονταν στο φυσιολογικό. Όσο και αν προσπαθούσα, δε μπορούσα να θυμηθώ τι σκεφτόμουν πριν με πάρει ο ύπνος αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου αυτή τη στιγμή.
Ξύπνησα μπροστά στον καθρέφτη, όρθιος, φορώντας τη στολή μου.
«Πόσην ώρα στέκομαι εδώ;» αναρωτήθηκα.
«…και πότε φόρεσα τη στολή;»
Μη μπορώντας να καταλάβω πως βρέθηκα εκεί, άρχισα ασυναίσθητα να με περιεργάζομαι.
Η νέα, ελαφριά στολή της T.A.F ήταν πραγματικά ένα τεχνολογικό θαύμα. Το ότι τα μέλη της ήταν φτιαγμένα από, τεχνητά δημιουργημένο, ιστό αράχνης της προσέφερε 10 φορές περισσότερη σκληρότητα από Kevlar ενώ την έκανε ελαφρύτερη από ένα στάνταρ αλεξίσφαιρο. Το μεγαλύτερο όμως ατού της ήταν τα ίδια τα μέλη της, στην πράξη, το μόνο “πραγματικό” κομμάτι της πανοπλίας ήταν τα προστατευτικά του θώρακα και της πλάτης τα οποία έδεναν πάνω απ τους ώμους με ζώνες ασφαλείας οι οποίες επικαλύπτονταν από το ίδιο βιο-υλικό, δημιουργώντας έτσι προστατευτικές επωμίδες. Οι ίδιες ζώνες έδεναν και στη μέση, παίρνοντας έτσι ένα σημαντικό κομμάτι του βάρους απ τους ώμους και προσφέροντας προστασία στα πλευρά. Τα δύο αυτά προστατευτικά γίνονταν ένα ενιαίο κομμάτι στην περιοχή του καβάλου, προσφέροντας έτσι προστασία αλλά και κάνοντας τη στολή εύκολη στο να φορεθεί και γρήγορη στο να αφαιρεθεί μιας και το μόνο που είχες να κάνεις, αν οι προστατευτικές της ιδιότητες έφταναν στα όριά τους, ήταν να πατήσεις το κουμπί που έλυνε τις ζώνες και η στολή απλά έπεφτε.
Το πιο έξυπνο κομμάτι αυτής της πανοπλίας, ήταν τα μηχανικά της μέρη. Από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό, όπως επίσης και από τα γόνατα μέχρι τους αστραγάλους, κομμάτια από ελαφρύ, αλλά ανθεκτικό, μέταλλο κλείδωναν μεταξύ τους γύρω απ το μέλος για το οποίο προορίζονταν. Τα κομμάτια αυτά ήταν ένα έξυπνο υβρίδιο προστασίας και χρησιμότητας. Από το πάνω μέρος του δεξιού χεριού εμφανιζόταν μια αναδιπλούμενη ασπίδα η οποία μπορούσε να αντέξει τα περισσότερα στάνταρ χτυπήματα, ενώ το πάνω μέρος του αριστερού, ήταν ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος τοποθέτησης, αποθήκευσης και εναλλαγής όπλων. Ο αποθηκευτικός χώρος στην εξωτερική μεριά του δεξιού ποδιού χρησιμοποιούνταν σαν εργαλειοθήκη ενώ του αριστερού σαν κουτί πρώτων βοηθειών. Οι εσωτερικοί χώροι και στα δυο πόδια έκρυβαν μέσα τους από μια πολύ δυνατή πρέσα αέρα η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν άγκυρα, έτσι ώστε το άτομο στο οποίο είναι ενσωματωμένη να είναι πρακτικά ακλόνητο σε μια επαφή σώμα με σώμα, ή να το βοηθήσουν να κάνει τρομερά άλματα ή άλλα αδύνατα κατά-τα-άλλα κατορθώματα. Οι αποθηκευτικοί χώροι κάτω απ τα χέρια είχαν από μια φιάλη με ένα απίστευτα συγκεντρωμένο υγρό υπό πίεση το οποίο, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το σβήσιμο εστιών φωτιάς ή μέχρι και για την πιθανή απώθηση εχθρών. Όλες οι λειτουργίες της στολής ενεργοποιούνταν από δύο μίνι υπολογιστές, κάθε ένας εκ των οποίων βρισκόταν στο επάνω μέρος των γαντιών του χρήστη. Οι άκρες των δακτύλων λειτουργούσαν σαν σαρωτές για τη συλλογή πληροφοριών κάθε λογής, από χημικές αναλύσεις μέχρι τον υπολογισμό ατμοσφαιρικών ή καιρικών συνθηκών. Ακόμα και η ίδια η στολή διάβαζε συνεχώς τις βιολογικές ενδείξεις του χρήστη και τον ενημέρωνε για οποιοδήποτε πρόβλημα ή ξένο σώμα εισχωρούσε σε οποιοδήποτε δικό του ή δικό της κομμάτι.
Τα μπράτσα και τα μπούτια καλύπτονταν κι αυτά από ένα λεπτό στρώμα του ίδιου βιο-υλικού απ το οποίο ήταν φτιαγμένο και το βασικό κομμάτι της πανοπλίας, αλλά αυτό ήταν κυρίως για να δίνεται η ψευδαίσθηση του ότι καλύπτεται όλο το σώμα και παράλληλα όμως να διατηρείται στο μέγιστο η ταχύτητα και η ευκινησία του χρήστη όπως επίσης να ελαττώνεται στο ελάχιστο το βάρος που του προσέθετε η στολή. Όλα τα κομμάτια φοριόντουσαν πάνω από ένα ολόσωμο κολλάν το οποίο ήταν στο ίδιο χρώμα με τη στολή – το χρώμα της άμμου με ακανόνιστες πράσινες πινελιές σε διάφορα σημεία – έτσι ώστε να ενισχύεται η ψευδαίσθηση.
Το κράνος του χρήστη ήταν άλλο ένα κέντρο ελέγχου από μόνο του το οποίο, φτιαγμένο απ το ίδιο βιο-υλικό απ το οποίο ήταν η στολή, όχι μόνο προσέφερε προστασία και ορατότητα σχεδόν 360 μέσω μικρών καμερών ενσωματωμένων δεξιά, αριστερά και πίσω του αλλά και συνεχή ακουστική και οπτική επικοινωνία με οποιονδήποτε άλλο στρατιώτη της μονάδας. Δεχόταν φωνητικές εντολές, είχε ενδείξεις όλων των λειτουργιών επάνω στο εσωτερικό μέρος της κάσκας και πρόσφερε παροχή οξυγόνου, όποτε χρειαζόταν, μέσω δύο φιαλών που συνδέονταν με αυτό και προσκολλούνταν στην πλάτη της στολής.
Αισθανόμουν πως είχα μείνει ώρα και παρατηρούσα τη στολή, την περιεργαζόμουν, με το κράνος παραμάσχαλα, στητός, έτοιμος για κάτι το οποίο ούτε ο ίδιος δεν ήξερα, έστεκα όρθιος και έλεγχα ξεχωριστά το κάθε κομμάτι της… το θαύμαζα. Ήταν ένα πραγματικό θαύμα, η κορύφωση του τεχνολογικού και μηχανολογικού πολιτισμού μας! Γιατί αυτό ήταν ο πολιτισμός μας, αυτό ήμασταν εμείς, αφότου ήρθε η Βιομάζα μόνο αυτό ήμασταν. Και ήμασταν περήφανοι γι αυτό, πολεμιστές και επιζώντες της κάθε κατάστασης, αρνητές της μοίρας μας και πολέμιοι του οποιουδήποτε μας απειλούσε! Επιβιώναμε…
Αλλάζαμε τα σώματά μας, αναδιαμορφώναμε τα κόκαλά μας, ενισχύαμε τους μυς μας, αυξάναμε τη μάζα μας, δυναμώναμε τις αντοχές μας, ακονίζαμε τις αισθήσεις μας…
Και γω… έστεκα εκεί, ένας απλός στρατιώτης κάποτε, ακόμα μετρίου αναστήματος – δε θέλησα ποτέ να το τροποποιήσω – και κοίταζα τον εαυτό μου. Το σώμα μου σμιλευμένο απ τις συνεχείς ασκήσεις και τα φάρμακα αντοχής. Το πρόσωπό μου μετά από τόσα χρόνια στο πεδίο της μάχης είχε γεμίσει μικρές ουλές από θραύσματα και χτυπήματα. Είχαν αρχίσει να τις καλύπτουν τα γένια που άφηνα από όταν ήρθαμε σ αυτό τον πλανήτη, όντας ο ανώτερος χωρίς να έχω κάποιον να μου υποδείξει το αντίθετο, αλλά το μεγαλύτερό μου “απόκτημα”, μια ουλή η οποία διέτρεχε όλο το αριστερό μέρος του προσώπου μου όπως επίσης και το αριστερό μου μάτι, ήταν αδύνατο να κρυφτεί. Και δεν το ήθελα! Την κέρδισα όταν μπήκα ανάμεσα στα νύχια ενός μεταλλαγμένου και τη ζωή του ανώτερού μου, διαλύοντας στιγμές αργότερα τον μεταλλαγμένο σε μια άμορφη μάζα με το όπλο μου. Όπως κέρδισα και το κούρεμά μου, μόνο οι ελίτ της μονάδας επιτρέπεται να αφήνουν στρατιωτική μοϊκάνα. Πάντα πρώτος στις γραμμές, πάντα πρόθυμος… μυρμήγκι…
«Διοικητά!!!» μια φωνή διατάραξε την ηρεμία μου, άραγε πόσην ώρα φωνάζει;
«Κύριε Διοικητά απαντήστε μου! Σας ικετεύω!» η φωνή προέρχονταν από έναν νεαρό στρατιώτη – άλλη μια πανομοιότυπη μονάδα - ο οποίος ήταν στην είσοδο της σκηνής μου. Τότε ήταν και που παρατήρησα για πρώτη φορά το που βρισκόμουν. Πως βρέθηκα εκεί;
Απ έξω ακούγονταν πανικόβλητες κραυγές και ένα τρομερό, βαρύ ποδοβολητό! Πόσην ώρα συνέβαινε αυτό;
«Δώσε αναφορά στρατιώτη!» τον πρόσταξα ξαναβρίσκοντας τη στρατιωτική μου πειθαρχία και ηθική.
«Από το πουθενά Κύριε! Όλα έγιναν από το πουθενά! Μεταφέραμε μερικά φορτία στην κατασκήνωση και είδαμε από μακριά τον ύφαλο ν ανοίγει στη μέση στη βορειοανατολική του πλευρά! Πρέπει να βγείτε έξω οπωσδήποτε!»
Τρέξαμε έξω απ τη σκηνή και βγαίνοντας δε μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Στο βορειοανατολικό σημείο που ο ύφαλος συναντούσε τη θάλασσα, ένα κομμάτι του που δημιουργούσε έναν μικρό κολπίσκο σε σχήμα μισοφέγγαρου ήταν λες και είχε έρθει στη ζωή! Στο κέντρο του κολπίσκου, απ τη θάλασσα, είχε αναδυθεί ένα τεράστιο κυκλικό στόμα, με 3 σειρές πριονωτά δόντια, το οποίο ανοιγόκλεινε συνεχώς προσπαθώντας να τραβήξει προς το μέρος του όσες βάρκες επέπλεαν στο νερό. Γύρω του και κατά μήκος του κολπίσκου τεράστια απειλητικά πλοκάμια είχαν ξεπεταχτεί απ το έδαφος, τα οποία κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις σε μια προσπάθεια να γραπώσουν όσους περισσότερους απ τους λουόμενους μπορούσαν. Όλοι βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο!

«Σήμανε άμεσο συναγερμό! Όλοι οι άντρες να σπεύσουν να σώσουν όσους περισσότερους πολίτες μπορούν!» Φώναξε ο Διοικητής με μανία.
«Όλοι οι άντρες να πάρουν μια ένεση αδρεναλίνης ΤΩΡΑ!» Διέταξε.
«Και κάποιος, διάβολε, να μου δώσει ένα όπλο!»
«Πάρτε το δικό μου Κύριε.» Φώναξε ο σ στρατιώτης μέσα στον πανικό που επικρατούσε ανάμεσά τους και παραθέτοντας το όπλο του.
«Είναι γεμάτο και έτοιμο.»
Καρφώνοντας μια ένεση αδρεναλίνης στο μπράτσο του άρπαξε το όπλο.
«ΓΙΑ ΤΗ NEKROCITY!» Ούρλιαξε με θάρρος. Η πολεμική του ιαχή ακουόμενη πάνω απ την αναστάτωση που υπερίσχυε ανάμεσα στους στρατιώτες της κατασκήνωσης ξάφνου μετέδωσε σε όλους μια πολεμική φρενίτιδα.
Φωνάζοντας και τρέχοντας σε σχηματισμό, οι στρατιώτες ξεχύθηκαν προς το αποκρουστικό πλάσμα δίχως φόβο, δίχως δισταγμό, και με τον Διοικητή Fargo να ηγείται του αποσπάσματος στην πρώτη γραμμή!
Καθώς έφταναν κοντά στα πλοκάμια του πλάσματος είδαν τεράστια, ανθρωπόμορφα πλάσματα, δυο μέτρα σε ύψος, που έμοιαζαν με κουφάρια τα οποία είχαν αφεθεί καιρό στα στοιχεία της φύσης και είχαν φουσκώσει και γεμίσει φουσκάλες οι οποίες έσταζαν συνεχώς ένα πρασινόμαυρο υγρό, να εφορμούν κατά πάνω τους. Ακόμα και τα τέρατα χαμήλωσαν διστακτικά τον ρυθμό τους όταν άκουσαν τις πολεμικές ιαχές τους και δεν είδαν κανέναν να υποχωρεί.
«Οι μισοί από σας, δώστε και τις ζωές σας τις ίδιες αν χρειαστεί για να σωθούν οι πολίτες! Οι άλλοι μισοί, δημιουργήστε δυο φάλαγγες δεξιά κι αριστερά μου!» Φώναξε ο Διοικητής πριν ορμήσει – τυφλός από θυμό – επάνω σε ένα.
Μια βροντερή αστραπή ακούστηκε καθώς η πριονωτή κάνη έπεσε πάνω στο σημείο που κάποτε ήταν το κεφάλι του πλάσματος, χωρίζοντας το με μιας στα δυο.
Μια μαύρη βροχή άρχισε να πέφτει απ τον ουρανό.

Ακούω τη φωνή μου από μακριά, λες και είμαι έξω απ το σώμα μου και παρατηρώ τα πάντα. Η βροχή έχει αρχίσει και σιγά-σιγά, μαζί με το γεγονός ότι τρέχουμε, ξεπλένει το αίμα του τέρατος απ το πρόσωπό μου. Τρέχω, και νοιώθω το χρώμα του να φεύγει από πάνω μου, λες και το ίδιο μου το δέρμα ξεπλένεται απαλά μαζί του, όλα είναι μάταια τελικά. Η ένταση της μάχης πίστευα πως ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμουν, οι άντρες μου εξαπολύονται και χτυπάνε τα τέρατα με μανία, η νίκη μας είναι θέμα χρόνου.
«Μυρμήγκια…» σκέφτομαι. Είμαστε όλοι μας μυρμήγκια. Υπηρετούμε τη “Βασίλισσά” μας με υπακοή και στο τέλος απλά χανόμαστε.
«Όχι!»
«ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ NEKRANAL!» Φωνάζω ενώ οι ριπές μου καρφώνονται σα βροχή από μέταλλο στα – φαινομενικά – ήδη νεκρά σώματα των εχθρών μας.
Τα τεράστια πλοκάμια παρασέρνουν ολοένα και περισσότερους άντρες μας στο χαμό τους. Το τεράστιο στόμα που έχει βγει απ τη θάλασσα απλά τελειώνει τη δουλειά. Κι όμως πολλοί απ αυτούς ανατινάζουν τους εαυτούς τους καθώς πέφτουν, ακόμα και στο τέλος θέλουν να δώσουν ένα ακόμα χαστούκι στο πρόσωπο του θανάτου.
«Οι πολίτες! Δώστε αναφορά!» Διατάζω μέσα απ την ενδοεπικοινωνία του κράνους μου.
«Είχαμε πολλές απώλειες αλλά οι περισσότεροι είναι ασφαλείς κύριε.» ακούγεται μια φωνή απ την άλλη μεριά.
«Συνεχίστε και όταν είναι ασφαλείς σπεύστε να βοηθήσετε στο πεδίο της μάχης!» δίνω εντολή.
Βλέπω τα μάτια του νεαρού στρατιώτη, που μου έδωσε το όπλο του πίσω στην κατασκήνωση, να έχουν γυρίσει προς τα πίσω, κι εκείνος – άβουλος πλέον, απ την υπερβολική δόση αδρεναλίνης – να συνεχίζει να πυροβολεί ασταμάτητα.
«ΜΠΡΟΣΤΑ!!!» Ουρλιάζω, παρακινώντας τους στρατιώτες μου να συνεχίσουν.
«Δείξτε σ αυτά τα άψυχα κορμιά τι πάει να πει πραγματικός τρόμος! Γιατί μετά απ αυτό, ακόμα και οι νεκροί θα μάθουν να φοβούνται όταν θ ακούν τις πολεμικές κραυγές μας!»
Γύρω μου στρατιώτες ποδοπατιούνται μέχρι θανάτου, σκίζονται με μιας στα δυο, λιώνουν ζωντανοί απ τα τοξικά υγρά που στάζουν απ τα τέρατα ή χάνονται στον ουρανό απ τα τεράστια πλοκάμια μόνο για να καταλήξουν να τρώγονται απ το γιγάντιο πλάσμα που έχει βγει στην επιφάνεια. Προσπαθώ τόσο να βρω μια ποιητικότητα σ αυτό…
Το μόνο που μπορώ ν ακούσω είναι οι κραυγές τους στο βάθος. Μου ακούγεται σαν θρίαμβος, μια μαγική μελωδία απ τους ουρανούς η οποία προμηνύει τη σίγουρη νίκη μας. Εάν υπήρχε πράγματι ένας θεός, εμείς θα ήμασταν ο θάνατός του…
Ξάφνου ένα απ τα πλάσματα καταφέρνει να φτάσει πολύ κοντά μου και, βάζοντας μπροστά τις αντλίες αέρα στα πόδια μου πιανόμαστε στα χέρια – ή τουλάχιστον το αρπάζω και με αρπάζει με κάποιες προεξοχές απ το σάπιο κορμί του που κάποτε ήταν χέρια.
Κρατάω το έδαφός μου, αλλά είναι πολύ δυνατό. Προσπαθώ να δώσω εντολή απ το κράνος μου στη στολή ν ανοίξει το όπλο του χεριού μου αλλά δε συμβαίνει τίποτα. Βλέπω ένα κομμάτι ύφασμα επάνω του που κάποτε πρέπει να ήταν ρούχο, προλαβαίνω να διακρίνω τ αρχικά P.N.C.
« Psycho Naught…» αναρωτιέμαι, κάτι μου θυμίζει.
«Κύριε Διοικητά γιατί δεν του ρίχνετε; Το όπλο σας έχει βγει! Και γιατί επαναλαμβάνετε συνεχώς τη λέξη “Μυρμήγκια”;»
«Κύριε Διοικητά!»
«Κύριε Διοικητά!»


Συνεχίζεται…