Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Short Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Short Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Usagi

Σαν δάκρυ τρέχει,
Ένα με τον αχνό πια
Άσπιλο χρώμα

Το δάσος με τις κερασιές ήτανε πάντα το αγαπημένο μου. Κάθε φορά που πλησίαζε η άνοιξη, θυμάμαι, συνήθιζε να με προσκαλεί ο πατέρας μου στους προσωπικούς  του – συνήθως μοναχικούς – περιπάτους καθώς επιθεωρούσε το κομμάτι του κήπου μας που έβγαζε στο μονοπάτι για το δάσος. Ήταν πάντα πολύ αυστηρός και απόμακρος από μας, όμως κάθε φορά που ερχόταν αυτή η εποχή που το δάσος πλημμύριζε απ αυτό το υπέροχο – σχεδόν αφύσικο – ρόζ χρώμα, πίστευα πως μαλάκωνε λίγο.
Στους περιπάτους μας προχωρούσε πάντα μπροστά, στητά και αγέρωχα, αλλά με μια πολύ μυστηριώδη χάρη στο βάδισμά του. Σε αντίθεση με μένα που συνεχώς βιαζόμουν και πήγαινα απ τη μια μεριά στην άλλη κυνηγώντας πεταλούδες των θάμνων, εκείνος φαινόταν λες και ήδη είχε φτάσει στον προορισμό του. Συνήθως οι περίπατοι αυτοί ήταν σιωπηλοί – με εξαίρεση μερικές προσταγές για να με επαναφέρει στην τάξη όταν το παράκανα – αλλά καθώς γερνούσε άρχισε να τους δίνει ένα διαφορετικό χρώμα.
Μου μιλούσε για τις διδαχές του Τάο και για το πώς όλοι μας είμαστε κομμάτια του ίδιου συνόλου. Για το πώς το όν και το μη-όν απαρτίζουν τα πάντα και δίνουν ύλη και χρησιμότητα στον κόσμο μας. Για το πώς θα πρέπει να σταματήσουμε να ακολουθούμε την ψεύτικη εγωιστική μας φύση και να αφήσουμε την πραγματική φύση να κυλίσει μέσα μας. Σαν το νερό…
Ακόμα περισσότερο όμως μου άρεσε το δάσος κατά τον ερχομό του χειμώνα. Όταν οι κερασιές γδύνονταν με προσοχή, λες και ήθελαν να φτιάξουν ένα προστατευτικό στρώμα για τη γη απ το φόρεμά τους, έτσι ώστε να παραμείνει ζωντανή κατά τη διάρκεια των σκληρών μηνών που θα επακολουθούσαν. Τουλάχιστον έτσι μου άρεσε να πιστεύω.
Έναν τέτοιο χειμώνα τα πόδια μου με οδήγησαν πάλι, καιρό μετά, μέσα σ αυτό δάσος – ψάχνοντας ίσως, άθελά μου, απ’ τα δέντρα, την ίδια προστασία που πρόσφεραν τόσο καιρό στη γη. Καθώς το σώμα μου με αφήνει και συναντώ το φρέσκο, απάτητο χιόνι, παρατηρώ πως δε νιώθω πόνο. Αισθάνομαι όμως τα μάτια μου να προσπαθούν να κλείσουν, προσκαλώντας με σ έναν γλυκό, αιώνιο ύπνο. Προσπαθώ να παραμείνω σε εγρήγορση…
Μια αλαβάστρινη μάσκα επάνω στο χιόνι να χάνεται αργά στην πάροδο του χρόνου, με ένα ζευγάρι κόκκινα χείλια να ναι πια η μόνη απόδειξη πως δεν ανήκει εκεί, μαζί με το αιμάτινο ρυάκι που στάζει όλο και πιο αργά από κείνα. Καθώς η όρασή μου θολώνει κι άλλο το τελευταίο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι ένα μικρό κουνέλι που έχει έρθει κοντά για να με μυρίσει. Αστείο μου φαίνεται… Τόσα χρόνια έτρεχα ξωπίσω του προσπαθώντας να το φτάσω, κι εκείνο πάντοτε χανόταν, και τώρα λίγο πριν χαθώ εγώ ήρθε εκείνο από μόνο του σε μένα.
Αισθάνομαι το τελευταίο μου δάκρυ να παγώνει αργά στο μάγουλό μου, ξεθωριάζει αργά όπως το φύλλο σ’ έναν παγωμένο κόσμο…

Το κουνέλι έσβησε γοργά στον αχνό του δάσους, αέρινα, σιωπηλά…

Άηχη μόνο,
Στο Όλο η γαλήνη
Μάσκα στο χιόνι

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Οι Τελευταίες Σκέψεις

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι νυσταγμένος και κοίταξα ασυναίσθητα γύρω μου. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει πριν μερικές ώρες… η κακόγουστη κορνίζα, που μου είχε κάνει δώρο κάποια παλιά φίλη, κρεμόταν ακόμα στραβά στον τοίχο απέναντί μου - ποτέ δεν έκατσα να την φτιάξω - σαν να είχε γείρει για να δει κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω. Κόλλησα εκεί για λίγο χωρίς να σκέφτομαι...
Μετά από λίγα λεπτά-τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε-ξαναγύρισα στην πραγματικότητα και έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Το διαμέρισμά μου τελικά ήταν πιο μικρό απ’ όσο νόμιζα, απ’ το κρεβάτι μπορούσα να δω καθαρά την κουζίνα, τον μικρό χώρο που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και τον είχα κάνει σαλόνι, και το μπαλκόνι δίπλα στο μπάνιο. Τα πάντα ήταν εκεί, οι στοίβες με τα πιάτα και τα ποτήρια στην κουζίνα που δεν είχαν μείνει άπλυτα ούτε και γω δε θυμάμαι από πότε-εξάλλου δεν με ένοιαζαν και πολλά τον τελευταίο καιρό, παρά μόνο ένα πράγμα-όπως και αυτό το απαίσιο χρώμα στους τοίχους, η παλιά μου τηλεόραση με την χαλασμένη κεραία που δεν έπιανε πάνω από δεκαπέντε κανάλια και το ανοιγμένο cd player στο πάτωμα που γύρω του κείτονταν διάφορα cd μουσικής.
 Μπροστά μου ήταν το τραπεζάκι του “σαλονιού” γεμάτο ξέχειλα τασάκια, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και άδεια μπουκάλια μπύρας. Έψαξα τελείως μηχανικά την τσέπη μου, έβγαλα έναν μικρό, κόκκινο αναπτήρα απ’ αυτούς τους διαφημιστικούς και έψαξα στο τραπεζάκι αν υπάρχει κανένα άθικτο τσιγάρο. Μετά από λίγο ψάξιμο βρήκα-ευτυχώς-ένα γεμάτο πακέτο και βάζοντάς το στην τσέπη μου κατευθύνθηκα προς το ψυγείο να βρω αν έχει να πιω καμιά μπύρα. Στάθηκα πάλι τυχερός και μου είχαν μείνει αρκετές, δεν θα μπορούσα να βγω έξω απ’ το σπίτι για οποιονδήποτε λόγο και δεν θα ήθελα να το υποστώ αυτό για να πάω να πάρω μερικές μπύρες και κάνα πακέτο τσιγάρα. Έψαξα λίγο με τα μάτια μήπως και έβρισκα κάτι μικρά ηχεία που είχα και τα συνέδεα στο cd player για να ακούω χωρίς ακουστικά τα αγαπημένα μου κομμάτια. Μετά από μερικές άκαρπες προσπάθειες και τον εντοπισμό μερικών κατσαρίδων με βαριά καρδιά άρχισα να ψάχνω ο ίδιος. Τον τελευταίο καιρό δεν με ένοιαζε τίποτα και δεν είχα το κουράγιο για τίποτα, αλλά τελικά, μέσα σε μια ντουλάπα με διάφορα πεταμένα πράγματα, βρήκα τα ηχεία. Για μερικά δευτερόλεπτα ένοιωσα μια μικρή χαρά που έφυγε γρήγορα. Άνοιξα λίγο τα παντζούρια και βλέποντας ότι ήταν ακόμα μεσημέρι τα έκλεισα ερμητικά-σιχαινόμουν το φως-και πήγα και ξανακάθισα στο κρεβάτι μου ψάχνοντας στα βρόμικα σκεπάσματα το κινητό μου για να δω τι ώρα είναι και αν είχα καμία κλήση.
Καμία κλήση...
«Φυσικά» σκέφτηκα.
Κανένας δεν ήθελε την παρέα μου μετά απ’ αυτό που χε γίνει, όλοι με ξέκοψαν γιατί λέει «δεν τους άρεσε το πως είχα καταντήσει». Χα! Αυτοί δεν ξέρουν τι πάει να πει να σου ανοίγεται ο παράδεισος και μετά ο ίδιος ο Θεός να σου κλείνει την πόρτα κατάμουτρα, δεν έχουν νιώσει το πως είναι να θες με αγωνία να ζήσεις μόνο και μόνο γιατί έχεις έναν σκοπό και στο τέλος αυτός ο σκοπός να χάνεται.
Δεν έχουν ιδέα...
Αυτά τα έχω σκεφτεί πολλές φορές ξανά και ξανά και πάντα έβγαινα στο ίδιο συμπέρασμα. 
Ήταν έξι η ώρα άρα έπρεπε να κάτσω μέσα τουλάχιστον δυο ώρες μέχρι να βγω-δεν με πολύ-ένοιαζε-έτσι και αλλιώς δεν είχα τίποτα να κάνω οπότε έκατσα και περίμενα… σκεφτόμουν ξανά και ξανά τα ίδια, τις ίδιες σκηνές… τα ίδια λόγια. Τελικά η ώρα πέρασε πολύ πριν το καταλάβω και αυτό μου το θύμισε το κινητό μου που άρχισε να χτυπάει ενώ εγώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, το κοίταξα και είδα ότι ένας φίλος μου είχε κάνει αναπάντητη αλλά και ότι ήταν περίπου εννιά παρά η ώρα.
Ένα απ’ τα λίγα άτομα που μου είχαν σταθεί με θυμήθηκε ξαφνικά. Σιγά, αφού έτσι και αλλιώς όλοι τους ήταν μεγάλοι μαλάκες, κανένας δεν εξαιρούνταν απ’ αυτό, όλοι έψαχναν μια ευκαιρία για να πατήσουν πάνω μου.
«Καθίκια» ψιθύρισα και σηκώθηκα.
Πήρα τις μπύρες, τα τσιγάρα, το cd player με τα ηχεία και ένα mp3 cd που μου είχε δώσει ένας παλιός φίλος με διάφορες μπαλάντες. Καθώς το κοίταζα θυμήθηκα ότι όταν μου το έδινε του είπα «σιγά μην ακούσω εγώ τέτοιες γλυκανάλατες αηδίες», και τώρα είχε γίνει το αγαπημένο μου. Σιγά… πολλά άλλαξαν από τότε, δεν είναι το μόνο διαφορετικό πράγμα πάνω μου. Καθώς βγαίνω απ’ το διαμέρισμα του ρίχνω μια τελευταία ματιά, εδώ μέσα είχα περάσει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Παλιότερα αυτό το μέρος ήταν φωτεινό, καθαρό και γεμάτο κόσμο και γέλια… τώρα είναι μια άθλια τρύπα που υπάρχει μόνο για να κοιμάμαι κάπου σίγουρα και για να κάθομαι να κοιτάω τους βρόμικους τοίχους της.
Άφησα την πόρτα ανοιχτή, έτσι και αλλιώς δεν με ένοιαζε τι θα γίνονταν τα πράγματά μου, και άρχισα να πηγαίνω προς το μόνο μέρος που μου άρεσε τον τελευταίο καιρό.
Ανέβηκα με τα πόδια μέχρι τον έκτο όροφο και από κει μέχρι την ταράτσα. Καθώς ανέβαινα τα σκαλιά υπήρχε η ίδια σκέψη στο μυαλό μου, σαν να μου τη φώναζε κάποιος για να μην την ξεχάσω, το είχα αποφασίσει -τον τελευταίο καιρό γενικά άκουγα και έβλεπα διάφορα. Πλέον πίστευα πως  στ’ αλήθεια είχα αρχίσει να τα χάνω αλλά ούτε αυτό με ένοιαζε πια.
Τίποτα δεν με ένοιαζε.
Όταν ανέβηκα κοίταξα λίγο γύρο μου, το ίδιο θλιβερό τοπίο με καμία αλλαγή, έτσι και αλλιώς δεν ανέβαινε και κανένας άλλος εκτός από μένα τώρα πια. Όλοι με πέρναγαν για ναρκομανή και με απόφευγαν όσο μπορούσαν-ούτε καν που είχαν ρωτήσει γιατί ένα χαρούμενο άτομο σαν εμένα έγινε έτσι, μερικοί άνθρωποι είναι πολύ θλιβεροί-οπότε είχα όλη την ταράτσα για μένα. Έκατσα σε κάποια άνετη γωνία και έβαλα να παίζει το cd ενώ άνοιγα μια μπύρα. Ακούμπησα το κινητό και τα τσιγάρα μου δίπλα μου και έμεινα να κοιτάω το φεγγάρι που, ευτυχώς για μένα, απ’ αυτή τη μεριά το έβλεπα πεντακάθαρα σε όλο του το μεγαλείο. Τον τελευταίο καιρό με γοήτευε πολύ το φεγγάρι και ήμουν τυχερός γιατί ειδικά σήμερα είχαμε πανσέληνο.
Ειδικά σήμερα...
Αφότου έκατσα αρκετή ώρα-μπορεί και ώρες-μόνο ακούγοντας μουσική κατάφερα και πήρα μια μεγάλη απόφαση. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο που είχα πολύ καιρό να τον δω και που ήμασταν από παιδιά μαζί, αφού περίμενα αρκετά δευτερόλεπτα το σήκωσε λέγοντας «εμπρός;». Στην αρχή πήγα να του το κλείσω αλλά πήρα κουράγιο και του μίλησα, του είπα όλα όσα έγινα τον τελευταίο καιρό-ευτυχώς δεν ήξερε τίποτα, δεν του τα είχαν προλάβει οι άλλοι-και τα όσα θα γίνουν αυτή τη νύχτα. Με άκουγε σιωπηλός αλλά όταν τελείωσα, πριν προλάβει να μιλήσει, του το έκλεισα.
Ακούμπησα το κινητό μου δίπλα μου, ένιωθα λίγο καλύτερα που είχα μιλήσει με κάποιον που μπορούσα-νομίζω-να εμπιστευτώ και έγειρα το κεφάλι μου πάλι προς την πλευρά του φεγγαριού. Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει και επειδή δεν ήθελα να ξαναμιλήσω με κανέναν το πήρα και το πέταξα μακριά, πέρα απ’ την πολυκατοικία. Σηκώθηκα για λίγο μήπως και καταφέρω να σκεφτώ διαφορετικά-ο όρος “λογικά” δεν θα μου ταίριαζε-αλλά μάταια, η απόφαση είχε παρθεί από καιρό βαθιά μέσα μου. Έκατσα για λίγο πριν τελειώσω αυτό που άρχισα ανεβαίνοντας εδώ πάνω… σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν τα ίδια και τα ίδια.
Κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή πίσω και δεξιά μου.
«Μπορώ να κάτσω μαζί σου;» με ρώτησε σιγανά
«Φύγε, δεν έχω όρεξη για κουβέντες όποιος και αν είσαι.» του απάντησα σχεδόν ψιθυριστά
«Ναι, αλλά δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θες χωρίς εμένα…» μου είπε.
Τότε το κατάλαβα, είχε έρθει κάποιος που και να ήθελα δεν μπορούσα να διώξω, μάλλον το μοναδικό άτομο που έχει μείνει τώρα πια μαζί μου.
Του έκανα ένα νεύμα με το χέρι να έρθει κοντά αλλά όταν πήγε να κάτσει δίπλα μου του είπα πριν καν τον δω.
«Κάτσε πίσω μου, δεν θέλω να σε δω ακόμα.»
Κοντοστάθηκε λίγο αλλά μετά συμφώνησε σιωπηλά και ένιωσα την παρουσία του πίσω μου.
«Κάτσε να θαυμάσεις το φεγγάρι μαζί μου» τον προσκάλεσα.
«Έχω δει άπειρα τέτοια… αλλά αφού το θες…» μου είπε με τον ίδιο σιγανό τόνο.
Καθόμασταν για πολλή ώρα και κοιτάγαμε το φεγγάρι σιωπηλοί, μόνο οι μπαλάντες που έπαιζαν ακούγονταν μες στη νύχτα. Κάποια στιγμή πήρα απόφαση να τελειώνω γιατί είχα βαρεθεί πια. Σηκώθηκα και ήξερα πως με ακολουθούσε πίσω μου, έτσι και αλλιώς τον χρειαζόμουν.
Περπάταγα αργά ως την άκρη της ταράτσας και επαλήθευα μέσα μου τις ίδιες πληροφορίες, σκεφτόμουν πάντα τα ίδια και τα ίδια. Πίσω μου έπαιζε μια απ’ τις αγαπημένες μου μπαλάντες ενώ ανέβαινα στο πεζούλι, ένιωθα το κάθε μόριο του κορμιού μου να μου λέει το ίδιο πράγμα.
«Έλα δίπλα μου οδηγέ, θέλω να σε δω για λίγο.» του είπα.
Εκείνος υπάκουα ήρθε κοντά μου, τον κοίταξα σιωπηλός και μετά γύρισα το βλέμμα μου πάλι στο φεγγάρι, είχε έρθει ακριβώς μπροστά μου τώρα.
Ένιωθα τον αέρα να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό μου και το χέρι του να κρατάει το δικό μου, το έσφιξα για να σιγουρευτώ, δεν ήταν ψέμα.
Ξαφνικά όλοι οι γύρω μου ήχοι σταματάνε και τα πάντα μαυρίζουν. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου-παραδόξως είναι πολύ ήρεμοι-και λίγο μετά όλους τους ήχους του σώματός μου. Δεν υπάρχει πια η πόλη αλλά ένα απέραντο μαύρο, που το μόνο πράγμα που το διαπερνά είναι το ασημένιο φως του φεγγαριού. Καθώς βάζω το δεξί μου πόδι μπροστά κοιτάω ψηλά, στο φεγγάρι βλέπω το πρόσωπό της να μου χαμογελάει.
Να μου χαμογελάει...
Τον αισθάνομαι να μου αφήνει το χέρι-μάλλον για να μου δώσει μια σπρωξιά, έτσι και αλλιώς γι’ αυτό ήρθε-αλλά στιγμές αργότερα τον νιώθω πάλι πλάι μου.
Δεν ξέρω αν πέφτω ή περπατάω πάνω σ’ αυτό το μαύρο φόντο, ούτε αν όλα τελείωσαν ή αν μόλις τώρα αρχίζουν. Αυτό που ξέρω είναι ότι είμαι χαρούμενος που όλα αυτά είναι πια πίσω μου...

Και είμαι ελεύθερος...

Ύπνος

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να βλέπω είναι χρώματα! Χρώματα που κινούνται ασταμάτητα από δώ κι από κει σε μία αέναη συνέχεια! Όλα τα χρώματα του φάσματος, συνδυασμένα σε ένα πολύχρωμο κουβάρι, να πηδάνε συνέχεια από δω και από κει σαν να παίζει με αυτό μια αόρατη γάτα. Μια συνεχής δόνηση από την οποία ξεπηδάνε διάφορες μορφές οι οποίες δεν σταθεροποιούνται, απλά παραμένουν φασματικά σχήματα στο μαύρο φόντο του χώρου…
Έναν χώρο που δεν μπορώ και να προσδιορίσω τόσο καλά…
Οι μορφές αυτές δίνουν την θέση τους σε εικόνες, πολύχρωμες, τυχαίες, απίστευτες εικόνες οι οποίες συνέχεια αλλάζουν και μεταβάλλονται και ενώ προλαβαίνω να τις δώ, δεν προλαβαίνω να τις συγκρατήσω. Σα να βλέπεις μια σειρά πολλών λήψεων στο σινεμά αλλά να προλαβαίνεις να συγκρατείς-έστω και για λίγο, έτσι ώστε να μπορείς να κατανοήσεις-τα διαφορετικά καρέ που διαδέχονται με απίστευτη ταχύτητα το ένα το άλλο.
Τις εικόνες δεν αργεί να διαδεχτεί ο, τόσο πολύτιμος, ήχος ο οποίος μου γαργαλάει τα αυτιά και μετατρέπει αυτό το βωβό σινεμά μια κινηματογραφική πανδαισία στην οποία πρωταγωνιστώ άλλες φορές και άλλες απλά παρατηρώ-πράγμα που προτιμώ περισσότερο έχω να πω…
Καθώς εικόνες και ήχοι περνάνε δίπλα και γύρω μου και γεμίζουν αυτόν τον μαύρο καμβά, νιώθω ένα συναίσθημα απελευθέρωσης και απόλυτου ελέγχου ενώ ταυτόχρονα αισθάνομαι απόλυτα υποδουλωμένος στους νόμους αυτού του “νέου κόσμου”.  Δίχως να έχω πραγματικά καμία εξουσία που να μπορώ να ασκήσω πάνω του, μπορώ παρά μόνο να αφήσω τη μοίρα της εκάστοτε ιστορίας που περνάει μπροστά απ’τα μάτια μου να με κατευθύνει στο αποτέλεσμα που επιθυμεί αυτή, μέχρι να με παρασύρει η επόμενη…
Καθώς εισέρχομαι σε κάθε νέο κόσμο, αισθάνομαι όπως οι πρωταγωνιστές σε μια ταινία, οι οποίοι παίζουν, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν το σενάριο ενώ παράλληλα κάποιες φορές  νιώθω και σαν σκηνοθέτης… σα να έχω μια –ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω είναι “δικαιωματικά μη συνειδητή”- εξουσία πάνω σε αυτή την περίεργη, και κάποιες φορές απόκοσμη, πλοκή…
Ξάφνου! Έτσι, χωρίς κάποια προειδοποίηση ή κάποιο προμήνυμα για την επερχόμενη “καταστροφή” σαν κάτι να αρχίζει να αλλάζει. Στην αρχή δεν είναι αρκετά εμφανές και έτσι δεν το αντιλαμβάνομαι αλλά μετά, σαν μια θεϊκή παρέμβαση από έναν άλλον κόσμο, όλα αρχίζουν να αλλάζουν… οι ήχοι αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεθωριάζουν δίνοντας τη θέση τους σε άλλους -όπως το τρίξιμο των τριζονιών, που ακούγονται από το δασάκι στο οποίο βλέπει το δωμάτιο μου- πιο τραχείς και πιο “πραγματικούς” στο άκουσμα, αν γίνεται να θεωρηθούν ως τέτοιοι… Πως γίνεται να το χαρακτηρίσω πραγματικό αφού οι μνήμες αυτού του κόσμου έχουν ήδη αρχίσει να βυθίζονται αργά μέσα στον ποταμό της λήθης του μυαλού μου ακριβώς όπως και οι εικόνες, ακολουθώντας το μονοπάτι των ήχων,  ξεθωριάζουν στην άκρη της αβύσσου… χάνονται σαν τα θολά απομεινάρια σε κάποιες παλιές και από-καιρό χαμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου.
Καθώς η ατελείωτη αυτή δίνη βρίσκει ένα τέλος, με βρίσκει και μένα κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους  να ψάχνω τα κομμάτια μου, ενώ ο ένας έχει ήδη αρχίσει να υπερισχύει του άλλου πανηγυρικά…
Βγαίνοντας στην είσοδο της τρύπας του κουνελιού, επανακτώ τη συνείδησή μου σε μια πραγματικότητα που δε θέλησα να υπάρξω και δίχως να γνωρίζω τι θα συναντήσω εκεί …
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι αυτός ο φριχτός πονοκέφαλος που επικεντρώνεται στο κεντρικό μέρος του μετώπου μου σιγουρεύοντάς με, ότι τώρα πια πατάω στην πραγματικότητα και ότι τα πάντα γυρίζουν ασταμάτητα μες στο κεφάλι μου σαν να έχω παγιδευτεί σε μια γιγαντιαία δίνη…
Η πόρτα για τον άλλον κόσμο δεν είναι μακριά και προσπαθεί γι ακόμα μια φορά να με τραβήξει ήρεμα προς το μέρος της, αλλά η αφόρητη ζέστη του χώρου γύρω μου δεν με αφήνει να ηρεμήσω και να αφεθώ.  Καθώς αναγκάζομαι να επανέλθω στον -επονομαζόμενο- πραγματικό κόσμο, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου αλλά δεν το προσπαθώ κιόλας. Θέλω να ηρεμήσω για λίγο πριν αντιληφθώ τι με περιμένει εκεί έξω, και έτσι με κλειστά μάτια αρχίζω δειλά-δειλά να ξανακερδίζω τις αισθήσεις μου μία προς μία, με τελευταία να έρχεται η αφή βγάζοντας με από αυτή τη γλυκιά ευδαιμονία της φαντασίας και προσγειώνοντας με με δύναμη στο κρεβάτι μου.
 Ο πόνος –τον οποίο αισθάνομαι μεμιάς λες και διατρέχει όλο μου το κορμί- επανήλθε σχεδόν άμεσα τώρα και δυστυχώς μπορώ να τον αντιληφθώ σε πλήρη λειτουργία. Τον νιώθω σαν ένα ζωντανό πλάσμα μέσα μου το οποίο με τρώει κάθε μέρα όλο και περισσότερο σιγά-σιγά, τρώγοντας μαζί και την δύναμη που έχω για να συνεχίσω. Με δυσκολία ανοίγω τα μάτια μου για να παρατηρήσω αν όντως βρίσκομαι εκεί όπου φοβάμαι…
«Ναι» σκέφτομαι, μετά από μια αδύναμη ματιά τριγύρω και την επαλήθευση του φόβου μου.
«Ακόμα στο νοσοκομείο…»
«Δε βαριέσαι… πόσο να είμαι ακόμα εδώ; δύο μήνες; άντε πες τρείς… θα αντέξω.»
Στο παράθυρο στα δεξιά μου, η νύχτα έχει ήδη αρχίσει να παραχωρεί στωικά τη θέση της στον επερχόμενο ήλιο, ο οποίος νωχελικά έχει αρχίσει να δηλώνει την παρουσία του, δίνοντας έναν τόνο βαθύ μπλε στο μέχρι τότε μαύρο, ως προάγγελος της επερχόμενης αυγής. Ο τοίχος απέναντι μου στέκει όπως πάντα εκεί, ακίνητος και χωρίς τίποτα πάνω του να τον ομορφαίνει ή να του δίνει ζωή. Ένας άδειος, λευκός, παλιότοιχος που τόσες φορές που δεν είχα -ή δεν μπορούσα- να κάνω τίποτα τον κοίταζα επί ώρες, τον κοίταζα και έβλεπα μαζί του και την ζωή μου να μένει έτσι… στάσιμη και λευκή… χωρίς τίποτα πάνω της να την ομορφαίνει…
Μόνο οι εικόνες μου ήταν πάντα εκεί, πάντα μαζί μου, να μου κρατάνε συντροφιά τα ατελείωτα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ τους πόνους, τις ατελείωτες ώρες στασιμότητας μετά τα χειρουργεία… αυτές ήταν τα πινέλα και το καβαλέτο μου… και ο άδειος τοίχος ο καμβάς μου…
Τα κρεβάτια των υπολοίπων ήταν όπως πάντα εκεί, να στέκουν ακίνητα και ασάλευτα σαν φέρετρα που περιμένουν τους ιδιοκτήτες τους να κοιμηθούν για πάντα πάνω τους έναν αιώνιο, ατάραχο και ήρεμο ύπνο. Ναι, όλα ήταν όπως τα άφηνα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, όλα τόσο μουντά και απαράλλακτα. Καμία αλλαγή, καμία κίνηση, λες και περίμεναν όλοι μαζικά με κομμένη την ανάσα να γίνει κάτι το συνταρακτικό! Κάτι  που όσο πέρναγε η ώρα τόσο περισσότερο αργούσε και όσο πήγαινε η αγωνία όλο και μεγάλωνε, και όλοι τους κοιμούνταν τόσο βουβά, τόσο μακάβρια.
Κοίταξα τα χέρια μου. Οι άτιμοι… ήταν, ακόμα, δεμένα στο κρεβάτι μου και με είχαν υπό παρακολούθηση.  Είχα ακούσει ένα γιατρό να λέει πως είχα αρχίσει να έχω  αυτοκτονικές τάσεις και μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου.
«Δεν είμαστε καλά!» σκέφτηκα, άκου «μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου».
Μα έτσι κι αλλιώς θα γινόταν αργά ή γρήγορα! Έτσι κι αλλιώς ήμουν ήδη εκεί, βλέποντας τη ζωή να γλιστρά μέσα απ τα χέρια μου σαν το νερό μέρα με τη μέρα! Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο τώρα έχω επιδέσμους στους καρπούς μου -οι οποίοι από ότι παρατηρώ έχουν γίνει πάλι κόκκινοι απ’το αίμα…
«Λογικά θ άνοιξαν κάπως οι πληγές…» σκέφτομαι, «Λες να μια τυχερός και αυτή τη φορά να μην το προσέξει κανένας;»
Ασυναίσθητα χάρηκα λίγο μ αυτή την ιδέα αλλά απογοητεύομαι με μιας…
«Αποκλείεται.» Ψιθύρισα.
Όμως –δίχως να το χω αντιληφθεί απ την αρχή- σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό. Ο νοσοκόμος που χε βάρδια κανονικά δεν ήταν πλάι μου να παρακολουθεί πως είμαι… και το φώς στο διάδρομο ήταν σβηστό… όλα τα φώτα ήταν σβηστά! Ανασηκώθηκα όσο μπορούσα και κοίταξα γύρω μου, όλοι κοιμούνταν ήρεμοι.
«Διακοπή ρεύματος θα ναι.» σκέφτομαι και προσπαθώ να πέσω πάλι να κοιμηθώ.
Άρχισα να βυθίζομαι πάλι στην ίδια γλυκιά ηρεμία.
Ένοιωσα τη σιωπή να ρίχνει πάνω μου γι άλλη μια φορά το αραχνοΰφαντο πέπλο της.
Ξάφνου απ’ τον διάδρομο ακούγονται βήματα!
Αργά και ήρεμα βήματα…
Ο ήχος τους όλο και πλησίαζε, και πλησίαζε, και πλησίαζε… μέχρι που χάθηκε…
«Έ! Ξύπνα!» άκουσα πλάι μου μια απαλή-σχεδόν καθησυχαστική- φωνή.
Νόμισα πως γύρισα να κοιτάξω από την μεριά που ακούστηκε αλλά τελικά παρατήρησα ότι μόλις ανασηκωνόμουν απ το μαξιλάρι μου…
Στα δεξιά μου βρίσκονταν ένας, σχετικά, νέος άντρας. Δε μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς την ηλικία του και είχε αρκετά ουδέτερα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο -δυσκολεύτηκα κάπως για να κατασταλάξω στο φύλλο του. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο και γαλανά, βαθιά  και καθησυχαστικά μάτια. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσε ένα πολύ καλοσυνάτο και γλυκό, γεμάτο σοφία ύφος. Φόραγε μία ρόμπα από αυτές του νοσοκομείου και δεν υπήρχε καρτελάκι στο στήθος του που να υποδεικνύει όνομα.
«Τι έγινε; είδες κάποιο όνειρο;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
Δίχως ν απαντήσω αρκέστηκα σε ένα νεύμα και γύρισα το κεφάλι μου απ την άλλη πλευρά αγνοώντας τον-ή προσπαθώντας τουλάχιστον.
Καθόμασταν κάμποση ώρα και δεν μιλάγαμε αλλά ήξερα πως με κοίταζε και μάλιστα πολύ έντονα. Το ένοιωθα, όπως και έναν περίεργο πόνο στο στήθος μαζί με ένα πολύ περίεργο συναίσθημα πρωτόγνωρης ευφορίας.
Γύρισα και αποφάσισα να του μιλήσω.
«Τι κάνεις εδώ;» Ρώτησα ξερά.
«Ά! Χαίρομαι που με ρώτησες επιτέλους!» απάντησε πρόσχαρα.
«Ήρθα για να…» έκανε μια μικρή παύση. «Για να σε δω, ξέρεις… έμαθα πως το πρωί θα πάρεις εξιτήριο οπότε αποφάσισα να σε… να σε συνοδεύσω.» συνέχισε διστακτικά.
«Μα δεν έχω μάθει τίποτα για εξιτήριο…» είπα καχύποπτα «Και οι δικοί μου; Ξέρουν γι αυτό;»
Χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του για μια στιγμή και με μια σκεπτική έκφραση στο πρόσωπό του -τουλάχιστον έτσι νομίζω- συνέχισε παίρνοντας μια μικρή ανάσα και ξεφυσώντας ελαφρά από τη μύτη.
«Οι δικοί σου…» δίστασε πάλι «Οι δικοί σου θα καταλάβουν. Έτσι και αλλιώς θα σε δουν στο τέλος.» κατέληξε.
Δίχως να μπορώ να κατανοήσω γιατί, αυτή η τελευταία φράση λειτούργησε σαν ηρεμιστικό στην λογική μου και το αποδέχτηκα.
«Έλα…» ήταν η τελευταία φράση του καθώς μου έπιανε το χέρι…
Δίχως να το παρατηρήσω τα δεσμά μου είχαν λυθεί και μπορούσα να το σηκώσω για να τον ακολουθήσω-δεν αισθανόμουν σχεδόν καθόλου το χέρι του να κρατά το δικό μου. Οι επίδεσμοί μου έπεσαν ενώ κινούμουν και γι άλλη μια φορά ένιωσα αυτό το μεθυστικό, ελαφρύ συναίσθημα  που με συνεπαίρνει κάθε φορά λίγο πριν κοιμηθώ και ο κόσμος άρχισε πάλι να γίνεται όλο και πιο θολός… όλο και πιο ξένος…
Καθώς σηκώνομαι, ένα κύμα απίστευτης ενέργειας χτυπάει πάνω μου με μανία, διαπερνώντας με βίαια και μεμιάς το εγώ μου χωρίστηκε σε δυο μέρη! Το ένα συνέχισε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι πειθήνια, περπατώντας πλάι του ενώ εκείνος άνοιγε διάπλατα τα πανέμορφα κατάλευκα φτερά του. Ενώ το άλλο έμεινε εκεί, να στέκει κοιτάζοντας έξω απ το παράθυρο τον ήλιο που ανέτειλε με ένα βλέμμα κενό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο γαλήνη. Σαν παρατηρητής μέσα σε αυτό το χείμαρρο από εικόνες και ήχους που, γι άλλη μια φορά, έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν πάλι να τρέχουν γύρω μου, περνώντας σαν καρέ στο σινεμά… τόσο γρήγορα…
Το προμήνυμα του ύπνου μου άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατό καθώς οι ήχοι γίνονταν όλο και πιο απόμακροι, οι εικόνες όλο και πιο θαμπές…
Εναγκαλίζοντας το συναίσθημα πλήρως πια, εκείνος χάνεται και βλέπω τα πάντα να γίνονται ένα κουβάρι χρωμάτων! Ένας νέος ήχος αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει τη θέση των παλιών… ένας ήχος που όμοιό του δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά… πιο πραγματικός…
Και καθώς θαύμαζα αποχαυνωμένος χρώματα εκτός του γνωστού φάσματος, την ίδια στιγμή ένα φως πίσω μου που δεν είχα παρατηρήσει πριν άρχισε να τρεμοπαίζει…
Θαμπό στην αρχή…
Όλο και πιο φωτεινό μετά…


Η αγαλλίαση της αρχής άρχισε πάλι να με αγκαλιάζει…

Διαλογισμός

Για πολλή ώρα είχε μείνει μόνος στο σκοτάδι… ένιωθε ότι το δωμάτιο γύρω του όλο και τον έπνιγε, όλο και τον έκλεινε.
Υπήρχε ακόμα η οσμή του σβησμένου, κόκκινου κεριού στον αέρα και εκείνη η απόκοσμη αλλά μαγευτική εκκλησιαστική μουσική, που έβγαινε απ’ τα ηχεία του παλιού στερεοφωνικού, σαν να υμνούσε τη στιγμή.
Έχοντας τρομάξει λίγο απ’ τη συνειδητοποίησή της μοναξιάς του αποφάσισε ν’ ανοίξει για λίγο τα μάτια του –έτσι κι αλλιώς τόσην ώρα δεν είχε καταφέρει τίποτα.
Όλα αυτά γι’ αυτόν ήταν τόσο καινούργια, τόσο μυστήρια και πρωτόγνωρα! Τον είχαν αφήσει εκεί, χωρίς κανένα φως να φωτίζει το μικρό δωμάτιο παρά μόνο εκείνο του μικρού, κόκκινου κεριού, το οποίο έσβησε μετά από λίγο ο ίδιος για να συγκεντρωθεί καλύτερα αφού ένιωθε ότι επηρέαζε τον διαλογισμό του.
Κοίταξε γυρίζοντας αργά –σχεδόν νωχελικά- το κεφάλι του στον χώρο, δίχως να χαλάει καθόλου τη στάση διαλογισμού που είχε πάρει το σώμα του. Υπήρχε λίγο φως –βέβαια τα μάτια του είχαν συνηθίσει το σκοτάδι ώρα πριν- και δεν του ήταν δύσκολο να παρατηρήσει τον χώρο που τον περιέβαλε.
Απέναντι του η ήταν η παλιά, πράσινη πόρτα που έβγαζε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τους άλλους χώρους. Από τη βάση μέχρι το τέλος της ήταν γεμάτη σκαλίσματα, εκ των οποίων κάποια φαίνονταν πως υπήρχαν όταν φτιάχτηκε και κάποια είχαν γίνει από πάνω αργότερα. Όλα μαζί ήταν ένα συνονθύλευμα προσώπων, συμβόλων, εικόνων και φράσεων –σε διάφορες γλώσσες, κυρίως λατινικά- όλα το ένα πάνω στο άλλο. Η πόρτα φαινόταν να μην είχε σαλέψει ούτε λίγο από όταν μπήκε –μια παρατήρηση η οποία τον ανακούφισε αρκετά, διότι πριν λίγες στιγμές νόμιζε ότι την είχε ακούσει να τρίζει- και έτσι ηρέμησε λίγο…
Αμέσως η αίσθηση πως ένα απαλό κύμα αέρα μόλις πέρασε δίπλα του έκανε τις τρίχες κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του να σηκωθούν όρθιες! Γύρισε απότομα στα αριστερά του και κοίταξε τον παλιό καναπέ!
Κανένας…
«Θα ήταν της φαντασίας μου…» απολογήθηκε από μέσα του προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι όλα αυτά ήταν μέσα στο κεφάλι του. Ήταν μάταιο όμως, πλέον δεν γινόταν να του φύγει η ιδέα ότι κάποιος τον προσπέρασε και έκατσε στα αριστερά του.
«Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει πολύ…» προσπάθησε αμέσως να εξηγήσει λογικά, « Το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια. Νομίζω πως συμβαίνουν όλα αυτά γιατί είμαι επηρεασμένος…» σκέφτηκε νευρικά.
Κρακ!!!!
Ένας δυνατός ήχος, από γυαλί που σκάει, ακούστηκε απ’ το μέσα δωμάτιο –όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι- που τον έκανε σχεδόν ν’ αναπηδήσει απ τη θέση του!
«Όλα καλά εκεί μέσα;» ρώτησε με απορία και ένα έκδηλο, ελαφρύ τρεμούλιασμα στη φωνή του. Καμία απάντηση…
Σηκώθηκε αργά και πήγε προς την πόρτα, τότε ήταν που παρατήρησε ότι το φώς –σχεδόν το μοναδικό σε όλο το σπίτι- που ερχόταν απ’ το μέσα δωμάτιο είχε λιγοστέψει. Άνοιξε την πόρτα και περνώντας τον μικρό διάδρομο πέρασε στο σαλόνι. Κανείς…
Έπρεπε να είναι και οι πέντε εκεί… που είχαν πάει;
Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει, όλα τα φώτα ήταν σβηστά εκτός από μια σπασμένη λάμπα η οποία, κρεμασμένη απ’ το ταβάνι, πήγαινε πέρα-δώθε αργά, καθώς το λιγοστό φως που έδινε τρεμόπαιζε. Όταν το φως άλλαζε γωνία το δωμάτιο έπαιρνε άλλη όψη, απόκοσμη!
Ένιωσε τον τρόμο να του γαργαλάει το πίσω μέρος του κεφαλιού του.
«Ο ήχος που άκουσα θα ‘ταν απ το σπάσιμο της λάμπας» καθησύχασε τον εαυτό του αλλά αυτό δεν εξηγούσε το «πως». Κι όσο το σκοτάδι ακολουθούσε το φώς στο δωμάτιο καθώς η λάμπα γύριζε προς τυχαίες κατευθύνσεις, τόσο του φαινόταν πιο βαθύ και πιο πηχτό… λες και –σαν το κύμα με την ακροθαλασσιά- προσπαθούσε να τον πλησιάσει όλο και περισσότερο…
«Αυτό δεν γίνεται.» σκέφτηκε, «Οι άλλοι θα έφυγαν για να με αφήσουν ήσυχο και η λάμπα έσπασε γιατί ήταν παλιά…» λέξεις που τρεμόπαιζαν στο μυαλό του. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, βαθιά μέσα του ήξερε ότι δεν τις πίστευε.
Μερικές στιγμές σιγής αργότερα αποφάσισε να πάει και πάλι να διαλογιστεί για να χαλαρώσει. Καθώς όμως έκανε να φύγει νόμισε πως, για μια στιγμή, έπιασε με την άκρη του ματιού του μια φευγαλέα μορφή στις τυχαίες σκιές που δημιουργούνταν στο δωμάτιο. Μια μορφή που δεν άνηκε σ’ αυτόν τον κόσμο, που προτιμούσε το σκοτάδι γιατί στο φώς χανόταν, να τον κοιτάζει με πλαγιασμένο το κεφάλι δίχως τα μάτια της να εστιάζουν κάπου πάνω του. Μια στιγμή αρκούσε για να κλωτσήσει το ένστικτό του και γύρισε τρομαγμένος προς το μέρος της. Τίποτα…
Ο φόβος άρχισε να τον κυριεύει και βάλθηκε να επαναλαμβάνει από μέσα του τις λέξεις που του είχαν μάθει να λέει σε περίπτωση που  αρχίσει να χάνει τον έλεγχο. Όταν ξανακοίταξε η μορφή είχε εξαφανιστεί.
«Όλα είναι της φαντασίας σου.» μάλωσε τον εαυτό του.
Ξαφνικά ο οξύς ήχος ενός γέλιου τον διαπέρασε ολόκληρο σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάνοντας τη ραχοκοκαλιά του να παγώσει! Ένα τρελό, μανιακό γέλιο που δεν ήταν διόλου ευχάριστο. Λίγο πριν σταματήσει κατάλαβε ότι ερχόταν από πίσω του! Αισθάνθηκε τα πόδια του να κοκαλώνουν αυτόματα. Παίρνοντας την απόφαση να γυρίσει να δει, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα, λες και ήταν έτοιμη να σπάσει. Δίχως να μπορεί να σκεφτεί τι θα μπορούσε να ναι χειρότερο –ή να σκεφτεί οτιδήποτε- ένοιωσε την καρδιά του να σταματάει όταν ξάφνου απέναντι του υπήρχε ένας καθρέφτης μικρός, όσο ένα κεφάλι, με περίτεχνα σκαλισμένο ξύλο να τον πλαισιώνει , που πριν δεν ήταν εκεί. Το ξύλο ήταν σχεδόν μαύρο –σαν καμένο- και οι αναπαραστάσεις πάνω του έκαναν το στομάχι του να γυρίζει. Αυτό που είδε μέσα στον καθρέφτη όμως ήταν εκείνο που τον έκανε να φύγει τρέχοντας απ’ το δωμάτιο ορμώντας προς την έξοδο.
Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα όμως ήρθε αντιμέτωπος μ’ ένα θέαμα που τον έκανε να τα χάσει! Απ’ το τζάμι της πόρτας φαινόταν ότι ήταν σφραγισμένη απ’ έξω με σανίδες καρφωμένες στον τοίχο. Αμέσως μια φρικτή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Πήγε γρήγορα και κοίταξε απ’ το παράθυρο του δωματίου που διαλογιζόταν. Το ένστικτό του πήγε να τρελαθεί όταν αντίκρισε τούβλα να του μπλοκάρουν το δρόμο! Γι άλλη μια φορά εκείνο το φρικαλέο γέλιο ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του και αντανακλαστικά κοίταξε στο σαλόνι.
Η μορφή που είδε φευγαλέα πριν, τώρα ήταν όντως εκεί! Κοιτώντας τον μ’ εκείνο το δίχως εστίαση βλέμμα και μ’ ένα χαμόγελο το οποίο τραβιόταν όλο και πιο αφύσικα προς το πίσω μέρος του κεφαλιού της –αν μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο. Με το που τα βλέμματά τους συναντήθηκαν έσβησε και το λιγοστό φώς που τρεμόπαιζε μέσα στο δωμάτιο βυθίζοντας τα πάντα σε ένα κρύο και απειλητικό σκοτάδι.
Νοιώθοντας τον πανικό να τον κυριεύει, άκουσε τον ήχο της βροχής που είχε αρχίσει έξω.
Προσπάθησε μεμιάς ν’ ανοίξει τα φώτα! Τίποτα.
«Το κερί!» ψιθύρισε και άρχισε να ψάχνει μανιασμένα στα τυφλά μέσα στο μικρό δωμάτιο. Δεν υπήρχαν ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρας.
«Στην κουζίνα έχει σπίρτα σε κάποιο συρτάρι!»
Με μεγάλα βήματα έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα, είχε ιδρώσει και η καρδιά του ήταν έτοιμη να εκραγεί, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει απ’ το γέλιο που τον τρέλαινε και με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να μην λιποθυμήσει απ’ τον τρόμο.
Μπαίνοντας στην κουζίνα είδε απ’ το τζάμι του μικρού παραθύρου πάνω απ τον νεροχύτη, έναν κεραυνό να πέφτει φωτίζοντας, για μια μονάχα στιγμή, το δωμάτιο. Δε χρειαζόταν περισσότερο για ν απομνημονεύσει το χώρο, προσπαθώντας να συγκρατήσει στη μνήμη του τα σημεία που είχαν ντουλάπια και συρτάρια. Δεν παρατήρησε ποτέ το μεγάλο κουζινομάχαιρο που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια πετώντας πράγματα από δω και από κει ψάχνοντας απεγνωσμένα για τα σπίρτα. Τα δάχτυλά του μάτωσαν καθώς τα έμπηγε σε πιρούνια και άλλα πράγματα τα οποία συναντούσε στα τυφλά, αλλά συνέχιζε. Τόσο απορροφημένος ήταν στο ψάξιμο του που δεν παρατήρησε ότι, αυτό που τον βοήθησε να τα βρει τελικά ήταν εκείνη η απόκοσμα λευκή, θαμπή, λάμψη που άρχισε να βγαίνει απ’ την λεπίδα όταν μερικές σταγόνες απ το αίμα του έπεσαν πάνω της.
Όταν τελικά γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μαχαίρι το οποίο τώρα έβγαζε ένα σχεδόν ασημένιο φώς που κατάπινε το δωμάτιο, δημιουργώντας φρικαλέες σκιές στους τοίχους, κατάλαβε πως μπορεί να ήταν πλέον αργά. Πριν οι σκιές έρθουν κοντά του πίεσε τον εαυτό του να φύγει για το δωμάτιο με το κερί.
Περνώντας απ’ το σαλόνι είδε, έντρομος, την ίδια λάμψη να έχει γεμίσει τον χώρο ενώ ένα χέρι ξεπρόβαλε απ’ τον καθρέφτη! Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί, έπρεπε να ανάψει το κερί, ήταν η μόνη του σωτηρία!
Όρμησε μέσα στο δωμάτιο βροντώντας την πόρτα πίσω του, το τραγούδι που έπαιζε από πριν έφτανε πλέον στο κρεσέντο του ενώ εκείνος άνοιγε το μικρό κουτάκι για ν’ ανακαλύψει με μεγάλη του λύπη και έκπληξη πως είχε μόνο έξι σπίρτα. Τα πέντε ήδη καμένα, μόνο ένα είχε μείνει ανέπαφο, μόνο μια ευκαιρία να ανάψει το κερί, η κορύφωση του κομματιού τον κούφαινε ενώ –με τρεμάμενα δάχτυλα- άναβε το τελευταίο σπίρτο.
Το γέλιο στο μυαλό του δυνάμωνε και το κομμάτι του προκαλούσε ζαλάδα, πλησίασε το σπίρτο κοντά στο κερί…
Τόσο κοντά στο φυτίλι…
Τόσο κοντά στην μοναδική πνοή ζωής.
Το σπίρτο σβήνει ξαφνικά παίρνοντας μαζί του και τις τελευταίες του ελπίδες. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει μέσα απ’ το χλωμό φώς της φλόγας, ήταν το μαχαίρι να προβάλει απ την πόρτα…

Το τραγούδι τελείωσε…