Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Ύπνος

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να βλέπω είναι χρώματα! Χρώματα που κινούνται ασταμάτητα από δώ κι από κει σε μία αέναη συνέχεια! Όλα τα χρώματα του φάσματος, συνδυασμένα σε ένα πολύχρωμο κουβάρι, να πηδάνε συνέχεια από δω και από κει σαν να παίζει με αυτό μια αόρατη γάτα. Μια συνεχής δόνηση από την οποία ξεπηδάνε διάφορες μορφές οι οποίες δεν σταθεροποιούνται, απλά παραμένουν φασματικά σχήματα στο μαύρο φόντο του χώρου…
Έναν χώρο που δεν μπορώ και να προσδιορίσω τόσο καλά…
Οι μορφές αυτές δίνουν την θέση τους σε εικόνες, πολύχρωμες, τυχαίες, απίστευτες εικόνες οι οποίες συνέχεια αλλάζουν και μεταβάλλονται και ενώ προλαβαίνω να τις δώ, δεν προλαβαίνω να τις συγκρατήσω. Σα να βλέπεις μια σειρά πολλών λήψεων στο σινεμά αλλά να προλαβαίνεις να συγκρατείς-έστω και για λίγο, έτσι ώστε να μπορείς να κατανοήσεις-τα διαφορετικά καρέ που διαδέχονται με απίστευτη ταχύτητα το ένα το άλλο.
Τις εικόνες δεν αργεί να διαδεχτεί ο, τόσο πολύτιμος, ήχος ο οποίος μου γαργαλάει τα αυτιά και μετατρέπει αυτό το βωβό σινεμά μια κινηματογραφική πανδαισία στην οποία πρωταγωνιστώ άλλες φορές και άλλες απλά παρατηρώ-πράγμα που προτιμώ περισσότερο έχω να πω…
Καθώς εικόνες και ήχοι περνάνε δίπλα και γύρω μου και γεμίζουν αυτόν τον μαύρο καμβά, νιώθω ένα συναίσθημα απελευθέρωσης και απόλυτου ελέγχου ενώ ταυτόχρονα αισθάνομαι απόλυτα υποδουλωμένος στους νόμους αυτού του “νέου κόσμου”.  Δίχως να έχω πραγματικά καμία εξουσία που να μπορώ να ασκήσω πάνω του, μπορώ παρά μόνο να αφήσω τη μοίρα της εκάστοτε ιστορίας που περνάει μπροστά απ’τα μάτια μου να με κατευθύνει στο αποτέλεσμα που επιθυμεί αυτή, μέχρι να με παρασύρει η επόμενη…
Καθώς εισέρχομαι σε κάθε νέο κόσμο, αισθάνομαι όπως οι πρωταγωνιστές σε μια ταινία, οι οποίοι παίζουν, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν το σενάριο ενώ παράλληλα κάποιες φορές  νιώθω και σαν σκηνοθέτης… σα να έχω μια –ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω είναι “δικαιωματικά μη συνειδητή”- εξουσία πάνω σε αυτή την περίεργη, και κάποιες φορές απόκοσμη, πλοκή…
Ξάφνου! Έτσι, χωρίς κάποια προειδοποίηση ή κάποιο προμήνυμα για την επερχόμενη “καταστροφή” σαν κάτι να αρχίζει να αλλάζει. Στην αρχή δεν είναι αρκετά εμφανές και έτσι δεν το αντιλαμβάνομαι αλλά μετά, σαν μια θεϊκή παρέμβαση από έναν άλλον κόσμο, όλα αρχίζουν να αλλάζουν… οι ήχοι αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεθωριάζουν δίνοντας τη θέση τους σε άλλους -όπως το τρίξιμο των τριζονιών, που ακούγονται από το δασάκι στο οποίο βλέπει το δωμάτιο μου- πιο τραχείς και πιο “πραγματικούς” στο άκουσμα, αν γίνεται να θεωρηθούν ως τέτοιοι… Πως γίνεται να το χαρακτηρίσω πραγματικό αφού οι μνήμες αυτού του κόσμου έχουν ήδη αρχίσει να βυθίζονται αργά μέσα στον ποταμό της λήθης του μυαλού μου ακριβώς όπως και οι εικόνες, ακολουθώντας το μονοπάτι των ήχων,  ξεθωριάζουν στην άκρη της αβύσσου… χάνονται σαν τα θολά απομεινάρια σε κάποιες παλιές και από-καιρό χαμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου.
Καθώς η ατελείωτη αυτή δίνη βρίσκει ένα τέλος, με βρίσκει και μένα κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους  να ψάχνω τα κομμάτια μου, ενώ ο ένας έχει ήδη αρχίσει να υπερισχύει του άλλου πανηγυρικά…
Βγαίνοντας στην είσοδο της τρύπας του κουνελιού, επανακτώ τη συνείδησή μου σε μια πραγματικότητα που δε θέλησα να υπάρξω και δίχως να γνωρίζω τι θα συναντήσω εκεί …
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι αυτός ο φριχτός πονοκέφαλος που επικεντρώνεται στο κεντρικό μέρος του μετώπου μου σιγουρεύοντάς με, ότι τώρα πια πατάω στην πραγματικότητα και ότι τα πάντα γυρίζουν ασταμάτητα μες στο κεφάλι μου σαν να έχω παγιδευτεί σε μια γιγαντιαία δίνη…
Η πόρτα για τον άλλον κόσμο δεν είναι μακριά και προσπαθεί γι ακόμα μια φορά να με τραβήξει ήρεμα προς το μέρος της, αλλά η αφόρητη ζέστη του χώρου γύρω μου δεν με αφήνει να ηρεμήσω και να αφεθώ.  Καθώς αναγκάζομαι να επανέλθω στον -επονομαζόμενο- πραγματικό κόσμο, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου αλλά δεν το προσπαθώ κιόλας. Θέλω να ηρεμήσω για λίγο πριν αντιληφθώ τι με περιμένει εκεί έξω, και έτσι με κλειστά μάτια αρχίζω δειλά-δειλά να ξανακερδίζω τις αισθήσεις μου μία προς μία, με τελευταία να έρχεται η αφή βγάζοντας με από αυτή τη γλυκιά ευδαιμονία της φαντασίας και προσγειώνοντας με με δύναμη στο κρεβάτι μου.
 Ο πόνος –τον οποίο αισθάνομαι μεμιάς λες και διατρέχει όλο μου το κορμί- επανήλθε σχεδόν άμεσα τώρα και δυστυχώς μπορώ να τον αντιληφθώ σε πλήρη λειτουργία. Τον νιώθω σαν ένα ζωντανό πλάσμα μέσα μου το οποίο με τρώει κάθε μέρα όλο και περισσότερο σιγά-σιγά, τρώγοντας μαζί και την δύναμη που έχω για να συνεχίσω. Με δυσκολία ανοίγω τα μάτια μου για να παρατηρήσω αν όντως βρίσκομαι εκεί όπου φοβάμαι…
«Ναι» σκέφτομαι, μετά από μια αδύναμη ματιά τριγύρω και την επαλήθευση του φόβου μου.
«Ακόμα στο νοσοκομείο…»
«Δε βαριέσαι… πόσο να είμαι ακόμα εδώ; δύο μήνες; άντε πες τρείς… θα αντέξω.»
Στο παράθυρο στα δεξιά μου, η νύχτα έχει ήδη αρχίσει να παραχωρεί στωικά τη θέση της στον επερχόμενο ήλιο, ο οποίος νωχελικά έχει αρχίσει να δηλώνει την παρουσία του, δίνοντας έναν τόνο βαθύ μπλε στο μέχρι τότε μαύρο, ως προάγγελος της επερχόμενης αυγής. Ο τοίχος απέναντι μου στέκει όπως πάντα εκεί, ακίνητος και χωρίς τίποτα πάνω του να τον ομορφαίνει ή να του δίνει ζωή. Ένας άδειος, λευκός, παλιότοιχος που τόσες φορές που δεν είχα -ή δεν μπορούσα- να κάνω τίποτα τον κοίταζα επί ώρες, τον κοίταζα και έβλεπα μαζί του και την ζωή μου να μένει έτσι… στάσιμη και λευκή… χωρίς τίποτα πάνω της να την ομορφαίνει…
Μόνο οι εικόνες μου ήταν πάντα εκεί, πάντα μαζί μου, να μου κρατάνε συντροφιά τα ατελείωτα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ τους πόνους, τις ατελείωτες ώρες στασιμότητας μετά τα χειρουργεία… αυτές ήταν τα πινέλα και το καβαλέτο μου… και ο άδειος τοίχος ο καμβάς μου…
Τα κρεβάτια των υπολοίπων ήταν όπως πάντα εκεί, να στέκουν ακίνητα και ασάλευτα σαν φέρετρα που περιμένουν τους ιδιοκτήτες τους να κοιμηθούν για πάντα πάνω τους έναν αιώνιο, ατάραχο και ήρεμο ύπνο. Ναι, όλα ήταν όπως τα άφηνα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, όλα τόσο μουντά και απαράλλακτα. Καμία αλλαγή, καμία κίνηση, λες και περίμεναν όλοι μαζικά με κομμένη την ανάσα να γίνει κάτι το συνταρακτικό! Κάτι  που όσο πέρναγε η ώρα τόσο περισσότερο αργούσε και όσο πήγαινε η αγωνία όλο και μεγάλωνε, και όλοι τους κοιμούνταν τόσο βουβά, τόσο μακάβρια.
Κοίταξα τα χέρια μου. Οι άτιμοι… ήταν, ακόμα, δεμένα στο κρεβάτι μου και με είχαν υπό παρακολούθηση.  Είχα ακούσει ένα γιατρό να λέει πως είχα αρχίσει να έχω  αυτοκτονικές τάσεις και μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου.
«Δεν είμαστε καλά!» σκέφτηκα, άκου «μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου».
Μα έτσι κι αλλιώς θα γινόταν αργά ή γρήγορα! Έτσι κι αλλιώς ήμουν ήδη εκεί, βλέποντας τη ζωή να γλιστρά μέσα απ τα χέρια μου σαν το νερό μέρα με τη μέρα! Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο τώρα έχω επιδέσμους στους καρπούς μου -οι οποίοι από ότι παρατηρώ έχουν γίνει πάλι κόκκινοι απ’το αίμα…
«Λογικά θ άνοιξαν κάπως οι πληγές…» σκέφτομαι, «Λες να μια τυχερός και αυτή τη φορά να μην το προσέξει κανένας;»
Ασυναίσθητα χάρηκα λίγο μ αυτή την ιδέα αλλά απογοητεύομαι με μιας…
«Αποκλείεται.» Ψιθύρισα.
Όμως –δίχως να το χω αντιληφθεί απ την αρχή- σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό. Ο νοσοκόμος που χε βάρδια κανονικά δεν ήταν πλάι μου να παρακολουθεί πως είμαι… και το φώς στο διάδρομο ήταν σβηστό… όλα τα φώτα ήταν σβηστά! Ανασηκώθηκα όσο μπορούσα και κοίταξα γύρω μου, όλοι κοιμούνταν ήρεμοι.
«Διακοπή ρεύματος θα ναι.» σκέφτομαι και προσπαθώ να πέσω πάλι να κοιμηθώ.
Άρχισα να βυθίζομαι πάλι στην ίδια γλυκιά ηρεμία.
Ένοιωσα τη σιωπή να ρίχνει πάνω μου γι άλλη μια φορά το αραχνοΰφαντο πέπλο της.
Ξάφνου απ’ τον διάδρομο ακούγονται βήματα!
Αργά και ήρεμα βήματα…
Ο ήχος τους όλο και πλησίαζε, και πλησίαζε, και πλησίαζε… μέχρι που χάθηκε…
«Έ! Ξύπνα!» άκουσα πλάι μου μια απαλή-σχεδόν καθησυχαστική- φωνή.
Νόμισα πως γύρισα να κοιτάξω από την μεριά που ακούστηκε αλλά τελικά παρατήρησα ότι μόλις ανασηκωνόμουν απ το μαξιλάρι μου…
Στα δεξιά μου βρίσκονταν ένας, σχετικά, νέος άντρας. Δε μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς την ηλικία του και είχε αρκετά ουδέτερα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο -δυσκολεύτηκα κάπως για να κατασταλάξω στο φύλλο του. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο και γαλανά, βαθιά  και καθησυχαστικά μάτια. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσε ένα πολύ καλοσυνάτο και γλυκό, γεμάτο σοφία ύφος. Φόραγε μία ρόμπα από αυτές του νοσοκομείου και δεν υπήρχε καρτελάκι στο στήθος του που να υποδεικνύει όνομα.
«Τι έγινε; είδες κάποιο όνειρο;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
Δίχως ν απαντήσω αρκέστηκα σε ένα νεύμα και γύρισα το κεφάλι μου απ την άλλη πλευρά αγνοώντας τον-ή προσπαθώντας τουλάχιστον.
Καθόμασταν κάμποση ώρα και δεν μιλάγαμε αλλά ήξερα πως με κοίταζε και μάλιστα πολύ έντονα. Το ένοιωθα, όπως και έναν περίεργο πόνο στο στήθος μαζί με ένα πολύ περίεργο συναίσθημα πρωτόγνωρης ευφορίας.
Γύρισα και αποφάσισα να του μιλήσω.
«Τι κάνεις εδώ;» Ρώτησα ξερά.
«Ά! Χαίρομαι που με ρώτησες επιτέλους!» απάντησε πρόσχαρα.
«Ήρθα για να…» έκανε μια μικρή παύση. «Για να σε δω, ξέρεις… έμαθα πως το πρωί θα πάρεις εξιτήριο οπότε αποφάσισα να σε… να σε συνοδεύσω.» συνέχισε διστακτικά.
«Μα δεν έχω μάθει τίποτα για εξιτήριο…» είπα καχύποπτα «Και οι δικοί μου; Ξέρουν γι αυτό;»
Χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του για μια στιγμή και με μια σκεπτική έκφραση στο πρόσωπό του -τουλάχιστον έτσι νομίζω- συνέχισε παίρνοντας μια μικρή ανάσα και ξεφυσώντας ελαφρά από τη μύτη.
«Οι δικοί σου…» δίστασε πάλι «Οι δικοί σου θα καταλάβουν. Έτσι και αλλιώς θα σε δουν στο τέλος.» κατέληξε.
Δίχως να μπορώ να κατανοήσω γιατί, αυτή η τελευταία φράση λειτούργησε σαν ηρεμιστικό στην λογική μου και το αποδέχτηκα.
«Έλα…» ήταν η τελευταία φράση του καθώς μου έπιανε το χέρι…
Δίχως να το παρατηρήσω τα δεσμά μου είχαν λυθεί και μπορούσα να το σηκώσω για να τον ακολουθήσω-δεν αισθανόμουν σχεδόν καθόλου το χέρι του να κρατά το δικό μου. Οι επίδεσμοί μου έπεσαν ενώ κινούμουν και γι άλλη μια φορά ένιωσα αυτό το μεθυστικό, ελαφρύ συναίσθημα  που με συνεπαίρνει κάθε φορά λίγο πριν κοιμηθώ και ο κόσμος άρχισε πάλι να γίνεται όλο και πιο θολός… όλο και πιο ξένος…
Καθώς σηκώνομαι, ένα κύμα απίστευτης ενέργειας χτυπάει πάνω μου με μανία, διαπερνώντας με βίαια και μεμιάς το εγώ μου χωρίστηκε σε δυο μέρη! Το ένα συνέχισε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι πειθήνια, περπατώντας πλάι του ενώ εκείνος άνοιγε διάπλατα τα πανέμορφα κατάλευκα φτερά του. Ενώ το άλλο έμεινε εκεί, να στέκει κοιτάζοντας έξω απ το παράθυρο τον ήλιο που ανέτειλε με ένα βλέμμα κενό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο γαλήνη. Σαν παρατηρητής μέσα σε αυτό το χείμαρρο από εικόνες και ήχους που, γι άλλη μια φορά, έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν πάλι να τρέχουν γύρω μου, περνώντας σαν καρέ στο σινεμά… τόσο γρήγορα…
Το προμήνυμα του ύπνου μου άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατό καθώς οι ήχοι γίνονταν όλο και πιο απόμακροι, οι εικόνες όλο και πιο θαμπές…
Εναγκαλίζοντας το συναίσθημα πλήρως πια, εκείνος χάνεται και βλέπω τα πάντα να γίνονται ένα κουβάρι χρωμάτων! Ένας νέος ήχος αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει τη θέση των παλιών… ένας ήχος που όμοιό του δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά… πιο πραγματικός…
Και καθώς θαύμαζα αποχαυνωμένος χρώματα εκτός του γνωστού φάσματος, την ίδια στιγμή ένα φως πίσω μου που δεν είχα παρατηρήσει πριν άρχισε να τρεμοπαίζει…
Θαμπό στην αρχή…
Όλο και πιο φωτεινό μετά…


Η αγαλλίαση της αρχής άρχισε πάλι να με αγκαλιάζει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γνώμες