Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Οι Τελευταίες Σκέψεις

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι νυσταγμένος και κοίταξα ασυναίσθητα γύρω μου. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει πριν μερικές ώρες… η κακόγουστη κορνίζα, που μου είχε κάνει δώρο κάποια παλιά φίλη, κρεμόταν ακόμα στραβά στον τοίχο απέναντί μου - ποτέ δεν έκατσα να την φτιάξω - σαν να είχε γείρει για να δει κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω. Κόλλησα εκεί για λίγο χωρίς να σκέφτομαι...
Μετά από λίγα λεπτά-τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε-ξαναγύρισα στην πραγματικότητα και έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Το διαμέρισμά μου τελικά ήταν πιο μικρό απ’ όσο νόμιζα, απ’ το κρεβάτι μπορούσα να δω καθαρά την κουζίνα, τον μικρό χώρο που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και τον είχα κάνει σαλόνι, και το μπαλκόνι δίπλα στο μπάνιο. Τα πάντα ήταν εκεί, οι στοίβες με τα πιάτα και τα ποτήρια στην κουζίνα που δεν είχαν μείνει άπλυτα ούτε και γω δε θυμάμαι από πότε-εξάλλου δεν με ένοιαζαν και πολλά τον τελευταίο καιρό, παρά μόνο ένα πράγμα-όπως και αυτό το απαίσιο χρώμα στους τοίχους, η παλιά μου τηλεόραση με την χαλασμένη κεραία που δεν έπιανε πάνω από δεκαπέντε κανάλια και το ανοιγμένο cd player στο πάτωμα που γύρω του κείτονταν διάφορα cd μουσικής.
 Μπροστά μου ήταν το τραπεζάκι του “σαλονιού” γεμάτο ξέχειλα τασάκια, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και άδεια μπουκάλια μπύρας. Έψαξα τελείως μηχανικά την τσέπη μου, έβγαλα έναν μικρό, κόκκινο αναπτήρα απ’ αυτούς τους διαφημιστικούς και έψαξα στο τραπεζάκι αν υπάρχει κανένα άθικτο τσιγάρο. Μετά από λίγο ψάξιμο βρήκα-ευτυχώς-ένα γεμάτο πακέτο και βάζοντάς το στην τσέπη μου κατευθύνθηκα προς το ψυγείο να βρω αν έχει να πιω καμιά μπύρα. Στάθηκα πάλι τυχερός και μου είχαν μείνει αρκετές, δεν θα μπορούσα να βγω έξω απ’ το σπίτι για οποιονδήποτε λόγο και δεν θα ήθελα να το υποστώ αυτό για να πάω να πάρω μερικές μπύρες και κάνα πακέτο τσιγάρα. Έψαξα λίγο με τα μάτια μήπως και έβρισκα κάτι μικρά ηχεία που είχα και τα συνέδεα στο cd player για να ακούω χωρίς ακουστικά τα αγαπημένα μου κομμάτια. Μετά από μερικές άκαρπες προσπάθειες και τον εντοπισμό μερικών κατσαρίδων με βαριά καρδιά άρχισα να ψάχνω ο ίδιος. Τον τελευταίο καιρό δεν με ένοιαζε τίποτα και δεν είχα το κουράγιο για τίποτα, αλλά τελικά, μέσα σε μια ντουλάπα με διάφορα πεταμένα πράγματα, βρήκα τα ηχεία. Για μερικά δευτερόλεπτα ένοιωσα μια μικρή χαρά που έφυγε γρήγορα. Άνοιξα λίγο τα παντζούρια και βλέποντας ότι ήταν ακόμα μεσημέρι τα έκλεισα ερμητικά-σιχαινόμουν το φως-και πήγα και ξανακάθισα στο κρεβάτι μου ψάχνοντας στα βρόμικα σκεπάσματα το κινητό μου για να δω τι ώρα είναι και αν είχα καμία κλήση.
Καμία κλήση...
«Φυσικά» σκέφτηκα.
Κανένας δεν ήθελε την παρέα μου μετά απ’ αυτό που χε γίνει, όλοι με ξέκοψαν γιατί λέει «δεν τους άρεσε το πως είχα καταντήσει». Χα! Αυτοί δεν ξέρουν τι πάει να πει να σου ανοίγεται ο παράδεισος και μετά ο ίδιος ο Θεός να σου κλείνει την πόρτα κατάμουτρα, δεν έχουν νιώσει το πως είναι να θες με αγωνία να ζήσεις μόνο και μόνο γιατί έχεις έναν σκοπό και στο τέλος αυτός ο σκοπός να χάνεται.
Δεν έχουν ιδέα...
Αυτά τα έχω σκεφτεί πολλές φορές ξανά και ξανά και πάντα έβγαινα στο ίδιο συμπέρασμα. 
Ήταν έξι η ώρα άρα έπρεπε να κάτσω μέσα τουλάχιστον δυο ώρες μέχρι να βγω-δεν με πολύ-ένοιαζε-έτσι και αλλιώς δεν είχα τίποτα να κάνω οπότε έκατσα και περίμενα… σκεφτόμουν ξανά και ξανά τα ίδια, τις ίδιες σκηνές… τα ίδια λόγια. Τελικά η ώρα πέρασε πολύ πριν το καταλάβω και αυτό μου το θύμισε το κινητό μου που άρχισε να χτυπάει ενώ εγώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, το κοίταξα και είδα ότι ένας φίλος μου είχε κάνει αναπάντητη αλλά και ότι ήταν περίπου εννιά παρά η ώρα.
Ένα απ’ τα λίγα άτομα που μου είχαν σταθεί με θυμήθηκε ξαφνικά. Σιγά, αφού έτσι και αλλιώς όλοι τους ήταν μεγάλοι μαλάκες, κανένας δεν εξαιρούνταν απ’ αυτό, όλοι έψαχναν μια ευκαιρία για να πατήσουν πάνω μου.
«Καθίκια» ψιθύρισα και σηκώθηκα.
Πήρα τις μπύρες, τα τσιγάρα, το cd player με τα ηχεία και ένα mp3 cd που μου είχε δώσει ένας παλιός φίλος με διάφορες μπαλάντες. Καθώς το κοίταζα θυμήθηκα ότι όταν μου το έδινε του είπα «σιγά μην ακούσω εγώ τέτοιες γλυκανάλατες αηδίες», και τώρα είχε γίνει το αγαπημένο μου. Σιγά… πολλά άλλαξαν από τότε, δεν είναι το μόνο διαφορετικό πράγμα πάνω μου. Καθώς βγαίνω απ’ το διαμέρισμα του ρίχνω μια τελευταία ματιά, εδώ μέσα είχα περάσει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Παλιότερα αυτό το μέρος ήταν φωτεινό, καθαρό και γεμάτο κόσμο και γέλια… τώρα είναι μια άθλια τρύπα που υπάρχει μόνο για να κοιμάμαι κάπου σίγουρα και για να κάθομαι να κοιτάω τους βρόμικους τοίχους της.
Άφησα την πόρτα ανοιχτή, έτσι και αλλιώς δεν με ένοιαζε τι θα γίνονταν τα πράγματά μου, και άρχισα να πηγαίνω προς το μόνο μέρος που μου άρεσε τον τελευταίο καιρό.
Ανέβηκα με τα πόδια μέχρι τον έκτο όροφο και από κει μέχρι την ταράτσα. Καθώς ανέβαινα τα σκαλιά υπήρχε η ίδια σκέψη στο μυαλό μου, σαν να μου τη φώναζε κάποιος για να μην την ξεχάσω, το είχα αποφασίσει -τον τελευταίο καιρό γενικά άκουγα και έβλεπα διάφορα. Πλέον πίστευα πως  στ’ αλήθεια είχα αρχίσει να τα χάνω αλλά ούτε αυτό με ένοιαζε πια.
Τίποτα δεν με ένοιαζε.
Όταν ανέβηκα κοίταξα λίγο γύρο μου, το ίδιο θλιβερό τοπίο με καμία αλλαγή, έτσι και αλλιώς δεν ανέβαινε και κανένας άλλος εκτός από μένα τώρα πια. Όλοι με πέρναγαν για ναρκομανή και με απόφευγαν όσο μπορούσαν-ούτε καν που είχαν ρωτήσει γιατί ένα χαρούμενο άτομο σαν εμένα έγινε έτσι, μερικοί άνθρωποι είναι πολύ θλιβεροί-οπότε είχα όλη την ταράτσα για μένα. Έκατσα σε κάποια άνετη γωνία και έβαλα να παίζει το cd ενώ άνοιγα μια μπύρα. Ακούμπησα το κινητό και τα τσιγάρα μου δίπλα μου και έμεινα να κοιτάω το φεγγάρι που, ευτυχώς για μένα, απ’ αυτή τη μεριά το έβλεπα πεντακάθαρα σε όλο του το μεγαλείο. Τον τελευταίο καιρό με γοήτευε πολύ το φεγγάρι και ήμουν τυχερός γιατί ειδικά σήμερα είχαμε πανσέληνο.
Ειδικά σήμερα...
Αφότου έκατσα αρκετή ώρα-μπορεί και ώρες-μόνο ακούγοντας μουσική κατάφερα και πήρα μια μεγάλη απόφαση. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο που είχα πολύ καιρό να τον δω και που ήμασταν από παιδιά μαζί, αφού περίμενα αρκετά δευτερόλεπτα το σήκωσε λέγοντας «εμπρός;». Στην αρχή πήγα να του το κλείσω αλλά πήρα κουράγιο και του μίλησα, του είπα όλα όσα έγινα τον τελευταίο καιρό-ευτυχώς δεν ήξερε τίποτα, δεν του τα είχαν προλάβει οι άλλοι-και τα όσα θα γίνουν αυτή τη νύχτα. Με άκουγε σιωπηλός αλλά όταν τελείωσα, πριν προλάβει να μιλήσει, του το έκλεισα.
Ακούμπησα το κινητό μου δίπλα μου, ένιωθα λίγο καλύτερα που είχα μιλήσει με κάποιον που μπορούσα-νομίζω-να εμπιστευτώ και έγειρα το κεφάλι μου πάλι προς την πλευρά του φεγγαριού. Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει και επειδή δεν ήθελα να ξαναμιλήσω με κανέναν το πήρα και το πέταξα μακριά, πέρα απ’ την πολυκατοικία. Σηκώθηκα για λίγο μήπως και καταφέρω να σκεφτώ διαφορετικά-ο όρος “λογικά” δεν θα μου ταίριαζε-αλλά μάταια, η απόφαση είχε παρθεί από καιρό βαθιά μέσα μου. Έκατσα για λίγο πριν τελειώσω αυτό που άρχισα ανεβαίνοντας εδώ πάνω… σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν τα ίδια και τα ίδια.
Κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή πίσω και δεξιά μου.
«Μπορώ να κάτσω μαζί σου;» με ρώτησε σιγανά
«Φύγε, δεν έχω όρεξη για κουβέντες όποιος και αν είσαι.» του απάντησα σχεδόν ψιθυριστά
«Ναι, αλλά δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θες χωρίς εμένα…» μου είπε.
Τότε το κατάλαβα, είχε έρθει κάποιος που και να ήθελα δεν μπορούσα να διώξω, μάλλον το μοναδικό άτομο που έχει μείνει τώρα πια μαζί μου.
Του έκανα ένα νεύμα με το χέρι να έρθει κοντά αλλά όταν πήγε να κάτσει δίπλα μου του είπα πριν καν τον δω.
«Κάτσε πίσω μου, δεν θέλω να σε δω ακόμα.»
Κοντοστάθηκε λίγο αλλά μετά συμφώνησε σιωπηλά και ένιωσα την παρουσία του πίσω μου.
«Κάτσε να θαυμάσεις το φεγγάρι μαζί μου» τον προσκάλεσα.
«Έχω δει άπειρα τέτοια… αλλά αφού το θες…» μου είπε με τον ίδιο σιγανό τόνο.
Καθόμασταν για πολλή ώρα και κοιτάγαμε το φεγγάρι σιωπηλοί, μόνο οι μπαλάντες που έπαιζαν ακούγονταν μες στη νύχτα. Κάποια στιγμή πήρα απόφαση να τελειώνω γιατί είχα βαρεθεί πια. Σηκώθηκα και ήξερα πως με ακολουθούσε πίσω μου, έτσι και αλλιώς τον χρειαζόμουν.
Περπάταγα αργά ως την άκρη της ταράτσας και επαλήθευα μέσα μου τις ίδιες πληροφορίες, σκεφτόμουν πάντα τα ίδια και τα ίδια. Πίσω μου έπαιζε μια απ’ τις αγαπημένες μου μπαλάντες ενώ ανέβαινα στο πεζούλι, ένιωθα το κάθε μόριο του κορμιού μου να μου λέει το ίδιο πράγμα.
«Έλα δίπλα μου οδηγέ, θέλω να σε δω για λίγο.» του είπα.
Εκείνος υπάκουα ήρθε κοντά μου, τον κοίταξα σιωπηλός και μετά γύρισα το βλέμμα μου πάλι στο φεγγάρι, είχε έρθει ακριβώς μπροστά μου τώρα.
Ένιωθα τον αέρα να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό μου και το χέρι του να κρατάει το δικό μου, το έσφιξα για να σιγουρευτώ, δεν ήταν ψέμα.
Ξαφνικά όλοι οι γύρω μου ήχοι σταματάνε και τα πάντα μαυρίζουν. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου-παραδόξως είναι πολύ ήρεμοι-και λίγο μετά όλους τους ήχους του σώματός μου. Δεν υπάρχει πια η πόλη αλλά ένα απέραντο μαύρο, που το μόνο πράγμα που το διαπερνά είναι το ασημένιο φως του φεγγαριού. Καθώς βάζω το δεξί μου πόδι μπροστά κοιτάω ψηλά, στο φεγγάρι βλέπω το πρόσωπό της να μου χαμογελάει.
Να μου χαμογελάει...
Τον αισθάνομαι να μου αφήνει το χέρι-μάλλον για να μου δώσει μια σπρωξιά, έτσι και αλλιώς γι’ αυτό ήρθε-αλλά στιγμές αργότερα τον νιώθω πάλι πλάι μου.
Δεν ξέρω αν πέφτω ή περπατάω πάνω σ’ αυτό το μαύρο φόντο, ούτε αν όλα τελείωσαν ή αν μόλις τώρα αρχίζουν. Αυτό που ξέρω είναι ότι είμαι χαρούμενος που όλα αυτά είναι πια πίσω μου...

Και είμαι ελεύθερος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γνώμες